Η Βουλκανιώτισσα Το πανηγύρι της Μεσσήνης και η εντόπια καταγωγή του εθίμου της ψητής γουρνοπούλας.
Γιάννης Π. Πλατάρος
Δ/ντής 1ου Λυκείου Μεσσήνης
Φίλος ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΜΕΣΣΗΝΗΣ
Στιγμιότυπο από την κάθοδο της Ιεράς και θαυματουργού εικόνος της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης εν Μεσσήνη
Η Βουλκανιώτισσα
Το πανηγύρι της Μεσσήνης και η εντόπια καταγωγή του εθίμου της ψητής γουρνοπούλας.
Μεσσήνη, Σεπτέμβριος 2008
Α. Η Ι. Μονή Βουλκάνου.
Η Ιερά Μονή έχει κτιστεί τον 8ο αιώνα . Στην κορυφή του όρους Ιθώμη, εκεί που ήταν παλαιά το ιερό του Ιθωμάτα Διός, πρωτοκτίστηκε η μονή, όπου υπάρχει και σήμερα διατηρημένη πλην ακατοίκητη. Μάλιστα στην νοτιοανατολική πλευρά του ναού, υπάρχει εντοιχισμένη η βάση, όπου έβαινε ο τρίποδας των ιερέων . Η Αγία Τράπεζα, είναι η βάση του τεραστίου αρχαίου αγάλματος του Ιθωμάτα Διός.
Σύμφωνα με την παράδοση και κατά την διάρκεια των εικονομαχιών, η θαυματουργή ανεύρεση της Παναγίας της κορυφής ή επανωκαστρίτισσας, στάθηκε αφορμή για το κτίσιμο της Ι. Μονής. Ένεκα όμως της ελλείψεως νερού στην κορυφή και του μεγάλου κόπου των πιστών να ανέλθουν σε αυτό το ύψωμα , το 1625, οι Πατέρες, απεφάσισαν να κτίσουν την μονή χαμηλότερα, όπου θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα για όλους (Στην κορυφή της Ιθώμης επικρατούν ενίοτε φοβερές κλιματολογικές συνθήκες)
Η νέα πλέον μονή του Βουλκάνου, έχει νερό άφθονο , καλύτερη πρόσβαση και οι πιστοί μπορούν πιο εύκολα να ζητήσουν την Χάρη της.
Β. Η Εικόνα:
Ο Ι. Βορβίλας («Η εν Μεσσηνία Ιερά Μονή Βουλκάνου») γράφει : «Είναι ζωγραφισμένη επί ξύλου, ήτοι μικράς σανίδας». Δεν είναι εικόνα μεγάλη όπως η εικόνα της Υπαπαντής και της Δήμιοβας, είναι εικόνα μικρή, οι διαστάσεις της είναι: ύψος 0,36 μ. και πλάτος 0,29μ. Παριστάνει ημίσωμη τη Θεοτόκο να κρατά με το αριστερό της χέρι το μικρό Ιησού. Η απεικόνιση της μορφής της Παναγίας στο ξύλο έχει γίνει λόγω της παλαιότητας αμυδρή, γι’ αυτό και πριν από πολλά χρόνια είχε ελαφρώς ξαναζωγραφιστεί στην Αθήνα. Είναι εξ ολοκλήρου επιχρυσωμένη και διαμαντοστολισμένη από το 1857 στη Σμύρνη. Ο ζωγράφος δεν είναι γνωστός, όπως επίσης δεν είναι γνωστές και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε στο Βουλκάνο. Μετά από κάποιες έρευνες έχει εκφρασθεί η γνώμη ότι είναι έργο που έχει γίνει στα τέλη του 15ου αιώνα ή στις αρχές του 16ου.
Γ. Η λιτανεία των 20 χιλιομέτρων!
Τον 17ο αιώνα, φοβερός λοιμός ενέσκηψε, πλήθος κόσμου πέθαινε και οι Μοναχοί έγιναν δέκτες του λαϊκού αιτήματος να περιοδεύσει η εικόνα της Παναγίας στα χωριά τα κτυπημένα από τον λοιμό. Τότε έγινε θαύμα και όπου πήγαινε η εικόνα, έφευγε ο λοιμός ! Έτσι καθιερώθηκε η λιτάνευσή της Αγίας και θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, στην Μεσσήνη και στα χωρία , όπου η λιτανεία των 20 χιλιομέτρων , ακολουθεί τα κτυπημένα το πάλαι χωριά, μέχρι να εγκατασταθεί στο μετόχι της Ιεράς Μονής στην Μεσσήνη, τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Ζωοδόχου Πηγής., παρά τα «μπεζεστένια, όπου είναι και ο χώρος της πανηγύρεως.
Πρέπει να τονισθεί η μοναδικότητα του εθίμου αυτού, αφού μια τέτοια «μαραθώνια» λιτανεία, πουθενά αλλού δεν διεξάγεται!.
Παρόμοια λιτάνευση γινόταν και κατά τους ειδωλολατρικούς χρόνους, όπως λέγεται, ανάμεσα στα ιερά της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, ένα εκ των οποίων βρισκόταν πιθανόν κοντά στη σημερινή Μεσσήνη. Εξ άλλου, τα νέα ευρήματα με 40 αρχαίους ενσωματωμένους κίονες στα αρχιτεκτονικά μέλη του Ι.Ν. των Τριών Ιεραρχών Μεσσήνης, (Απρίλιος 2007) μαρτυρούν αδιάλειπτους και ισχυρούς δεσμούς της νέας πόλης της Μεσσήνης με την αρχαία ομώνυμη κοιτίδα της Μεσσηνίας.
Φέτος γίνονται σπουδαία και σοβαρά έργα αποκατάστασης και της Μονής και του Μετοχίου στην Μεσσήνη . Ίσως να υπάρξει μια μικρή και προσωρινή παρέκκλιση από το τυπικό, αλλά αξίζει ο κόπος, καθώς οι παρεμβάσεις που θα γίνουν θα βελτιώσουν τα μάλα και την αισθητική και την λειτουργικότητα των ιερών αυτών χώρων.
Δ. Το πανηγύρι
Το πανηγύρι της Μεσσήνης, επισήμως έχει ιδρυθεί το 1839,. Την εποχή εκείνη, η Πελοπόννησος είχε 22 πανηγύρια και άλλα τόσα η υπόλοιπη Ελλάδα του τότε (Στερεά Ελλάδα) Μέχρι το 1909 , αφού είχε απελευθερωθεί και άλλο τμήμα του Ελληνισμού, ο αριθμός των πανηγύρεων είχε ανέλθει Πανελληνίως σε 85. Από Οικονομική Ιστορική άποψη, το φαινόμενο των πανηγύρεων , ερμηνεύεται ως μια ακραία στρέβλωση των αγορών, αφού οι υπάρχοντες φόροι για την διακίνηση προϊόντων από πόλη σε πόλη εντός της Ελληνικής επικράτειας σε συνδυασμό με την απίστευτη έλλειψη οδικού δικτύου, έκανε λ.χ. το σιτάρι της Λιβαδειάς 100% πιο ακριβό στην αγορά της Αθήνας. Η ίδια η Αθήνα συνετηρείτο με εισαγωγές σίτου από Τουρκία και Ρωσία , ενώ την ίδια στιγμή, τα σιτάρια της Μεσσηνίας έμεναν απούλητα! Παρ όλη την επανάσταση του σιδηροδρόμου επί Χαριλάου Τρικούπη (1880) που έλυσε οριστικά το πρόβλημα του κόστους των μεταφορικών των αγροτικών προϊόντων, τα πανηγύρια έμειναν και πλήθυναν αφού πήραν περισσότερο εθιμικό χαρακτήρα, παρά αυστηρώς οικονομικό. Μέχρι τότε, ο Κτηνοτρόφος της Μεσσηνίας, περίμενε το πανηγύρι της Μεσσήνης να πάει να πουλήσει το άλογο ή ημίονο ή όνο , και να προμηθευθεί την γαλοπούλα που θα εξέτρεφε μέχρι τα Χριστούγεννα. (Ζωοπανήγυρης) Παράλληλα με τα έσοδα , θα έκανε και τις αγορές διαρκών αγαθών για το νοικοκυριό του και για όλο τον χρόνο (Ρούχα , παπλώματα, βελέντζες, παπούτσια, υφαντά προικιά, χαλκώματα, γεωργικά εργαλεία.) Όλα αυτά θα τα συνδύαζε και με μια μικρή διασκέδαση και φυσικά με το προσκύνημα της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας για να αναλάβει και πνευματικές δυνάμεις για τον δύσκολο βίο που διήγε.
Ε. Η Μεσσήνη ως γενέτειρα του εθίμου της ψητής γουρνοπούλας.
Ήδη, από την πρώτη Τουρκική κατοχή της Πελοποννήσου, οι τούρκοι είχαν κτίσει στο βόρειο μέρος της Μεσσήνης, στην «Παλαιά Βρύση» το «Χαβούζι» και αργότερα του «Χόντζα» στα παλαιά σφαγεία στον δρόμο προς την Μπούκα. Αυτά ήταν πέτρινες κατασκευές, για ομαδικό πλύσιμο ανθρώπων και ρούχων. Είναι γνωστό, ότι οι Τούρκοι, ανέκαθεν ήταν «παστρικοί» . Κόντρα σε αυτό, ο ντόπιος Ελληνικός πληθυσμός, ανέπτυξε μια αμυντική στάση , σύμφωνα με την οποία επεδίωκε να ασχημίζει τα παιδιά του ώστε να μην μπαίνουν στο στόχαστρο των Τούρκων με τα φοβερά παιδομαζώματα που έκαναν. Πρώτο ήταν η αποφυγή κάθε σχέσης με την καθαριότητα. Αυτή την αμυντική αθλιότητα, την επιβεβαιώνουν οι περιηγητές Πάουβ και Σατωμπριάν, όταν αργότερα επεσκέφθησαν τον τόπο. Παράλληλα, είναι γνωστό, ότι οι Τούρκοι ως Μουσουλμάνοι, απέχουν του χοιρινού κρέατος μιας και το ζώο, θεωρείται θρησκευτικώς ως μιαρό (καταραμένο από τον Προφήτη Μωάμεθ!) Έτσι οι πονηροί Νησιώτες, κατάφεραν, ενώ ο τόπος τους είναι προνομιακός και εύφορος , στην διάρκεια των 300 ετών της Τουρκικής κατοχής, να μην κατοικήσουν Τούρκοι στην Μεσσήνη! Αυτό φυσικά επετεύχθη με την αθρόα εκτροφή χιλιάδων χοίρων, οι οποίοι κυκλοφορούσαν εντός της πόλεως ακωλύτως. Φαίνεται, ότι αυτή η πολιτική των παμπόνηρων Νησιωτών, ήταν πολύ αποτελεσματική, αφού έφυγαν όλοι οι Τούρκοι από την Μεσσήνη και εγκατεστάθησαν στην Ανδρούσα, έτσι ώστε να εκτοπίσουν σχεδόν ολόκληρο τον Ελληνικό πληθυσμό από αυτήν, αφού η Ανδρούσα τότε είχε μόνο δύο Ελληνικές οικογένειες, παρ ότι ήτο και έδρα της Επισκοπής . Πρέπει να γίνει σαφές, ότι η Ανδρούσα, τότε ήτο ένα φτωχικό μέρος από άποψη παραγωγικότητας, γι αυτό και ο Ανδρούσης Ιωσήφ ήδη προ της επαναστάσεως του 1821 είχε εγκατασταθεί στην Μεσσήνη ακριβώς γι αυτόν τον λόγο όπως ο ίδιος αναφέρει σε χειρόγραφη επιστολή του.
Η χοιροτροφία στην Μεσσήνη, απέκτησε παράδοση 300 ετών και περιορίσθη σημαντικά μόνο μετά το 1920. Μέχρι τότε οι χοίροι «ήσαν πολλαπλάσιοι των ανθρώπων» όπως αναφέρει ειρωνικά, ο Ιατρός Π. Κορύλλος στο οδοιπορικό του «Από Πατρών έως Καλάμας» το 1890. Αν σκεφθούμε ότι οι κάτοικοι Μεσσήνης ήταν 7.000 το 1890, μπορούμε να φανταστούμε πόσοι ήταν οι εκτρεφόμενοι χοίροι!
Το 1920, οι τελάληδες ειδοποιούν τον ντόπιο πληθυσμό:
«Ειδοποιήσθε, από τον κ. Αστυνόμο, ότι από αύριο, απαγορεύεται να κυκλοφορούνε γουρούνια στο δρόμο , διότι οι χωροφύλακες θα τα σκοτώνουν και να μην έχετε παράπονοοοοοοοοο!.....»
Πραγματικά, όταν την άλλη μέρα οι χωροφύλακες εύρισκαν στην πλατεία κάποιο ζώο να κάνει τον περίπατό του, το στρίμωχναν με ….τέχνη και το τρυπούσαν με την μεγάλη ξιφολόγχη (σακαράκα) που έφεραν πάντα αναρτημένη στην λουρίδα τους. Από την άλλη, οι ιδιοκτήτες των…αλήτικων «δολοφονημένων» ζώων , δεν δυσανασχετούσαν και πολύ, αφού αμέσως τa έβαζαν στην λαμαρίνα και τa έψηναν.. Ακολούθως , τa έφερναν στην αγορά και η ζεστή γουρνοπούλα πουλιόταν αμέσως!
Στο πανηγύρι όμως το ψήσιμο ήταν προγραμματισμένο είχε τεχνική ενώ η νοστιμιά του κρέατος είχε τα μυστικά της. Ο Θεόδωρος Μ. Τσερπές αναφέρει , ότι αυτή η νοστιμιά, οφείλετο , μάλλον στο επισταμένο ψήσιμο, μέσα στον παραδοσιακό φούρνο, που εκλείετο με ζυμάρι, ενώ η γουρνοπούλα σιγοψηνόταν με κλιματόβεργες. Ίσως πάλι και η διατροφή των ζώων που ήταν με λιοκόκκια (:=η μάζα που μένει μετά την εξαγωγή του ελαιολάδου χωρίς υπερυμπιεστές) να είναι μια άλλη συμπληρωματική εξήγηση.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν αυτό το έθιμο, έχει καταγωγή την πόλη της Μεσσήνης , ένα έθιμο της Νότιας Πελοποννήσου που δημιουργήθηκε σε εύφορο τόπο, αφού ο τρόπος αυτός ψησίματος είναι «αντιοικονομικός» μιας και δεν γίνεται εκμετάλλευση του δέρματος για παπούτσια («γουρνοτσάρουχα») είτε του λίπους για λάδι στο τηγάνισμα, όπως γινόταν στα φτωχότερα ορεινά μέρη, όπου η πλήρης εκμετάλλευση του γουρουνιού ήταν μια εν τη πράξη ανακύκλωση των υπολειμμάτων τροφίμων της οικογενείας τα δε προϊόντα του (παστό , λουκάνικα) αλλά και τα παραπροϊόντα του (λίπος, δέρμα) βοηθούσαν αποφασιστικά στην επιβίωση των φτωχών οικογενειών.
Τελειώνοντας το παρόν σύντομο σημείωμα , να υπογραμμίσουμε ότι η ψητή γουρνοπούλα είναι ένα θαυμάσιο έδεσμα με λιγότερα μάλιστα λιπαρά από το μοσχαρίσιο κρέας, αν ο καταναλωτής αποβάλλει το εμφανές λίπος! Αν μπορεί να το κάνει βεβαίως αυτό , μπροστά στον πειρασμό της τραγανής «γκόρτσας» και των διαφόρων «γλυκαδιών» του ζώου το οποίο ως και σήμερα ψήνεται σε φούρνους εξακολουθεί να είναι νοστιμότατο και προσφέρεται εν αφθονία, ζεστό και σχετικά φθηνό καθ΄ όλη την διάρκεια της Πανηγύρεως της Μεσσήνης!
Βιβλιογραφία-Διαδικτυακές αναφορές:
• «Η Ιστορία της Πόλεως Μεσσήνης» Θεοδώρου Μιχαήλ Τσερπέ έκδοση Β΄ Δήμου Μεσσήνης , Καλαμάτα 1998
• «Εισαγωγή στην Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία» Ευγενία Μπουρνόβα –Γιώργος Προγουλάκης. Δ/ση έκδοσης Βασίλης Κρεμμυδάς Εκδόσεις Τυπωθείτω 2003
• Messinia –Peloponnisos Hellas Δίγλωσσος Τουριστικός οδηγός Λήμμα «Μεσσήνη» Γιάννης Π. Πλατάρος Εκδόσεις Νίκος Σπάλλας Θεσσαλονίκη.
• http://ilanos.pblogs.gr/
Η ενσωματωμένη βάση του αρχαίου Τριπόδου στο Καθολικό της πρώτης Μονής Βουλκάνου, όπου διακρίνονται εμφανώς τα ίχνη του.
Δ/ντής 1ου Λυκείου Μεσσήνης
Φίλος ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΜΕΣΣΗΝΗΣ
Στιγμιότυπο από την κάθοδο της Ιεράς και θαυματουργού εικόνος της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης εν Μεσσήνη
Η Βουλκανιώτισσα
Το πανηγύρι της Μεσσήνης και η εντόπια καταγωγή του εθίμου της ψητής γουρνοπούλας.
Μεσσήνη, Σεπτέμβριος 2008
Α. Η Ι. Μονή Βουλκάνου.
Η Ιερά Μονή έχει κτιστεί τον 8ο αιώνα . Στην κορυφή του όρους Ιθώμη, εκεί που ήταν παλαιά το ιερό του Ιθωμάτα Διός, πρωτοκτίστηκε η μονή, όπου υπάρχει και σήμερα διατηρημένη πλην ακατοίκητη. Μάλιστα στην νοτιοανατολική πλευρά του ναού, υπάρχει εντοιχισμένη η βάση, όπου έβαινε ο τρίποδας των ιερέων . Η Αγία Τράπεζα, είναι η βάση του τεραστίου αρχαίου αγάλματος του Ιθωμάτα Διός.
Σύμφωνα με την παράδοση και κατά την διάρκεια των εικονομαχιών, η θαυματουργή ανεύρεση της Παναγίας της κορυφής ή επανωκαστρίτισσας, στάθηκε αφορμή για το κτίσιμο της Ι. Μονής. Ένεκα όμως της ελλείψεως νερού στην κορυφή και του μεγάλου κόπου των πιστών να ανέλθουν σε αυτό το ύψωμα , το 1625, οι Πατέρες, απεφάσισαν να κτίσουν την μονή χαμηλότερα, όπου θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα για όλους (Στην κορυφή της Ιθώμης επικρατούν ενίοτε φοβερές κλιματολογικές συνθήκες)
Η νέα πλέον μονή του Βουλκάνου, έχει νερό άφθονο , καλύτερη πρόσβαση και οι πιστοί μπορούν πιο εύκολα να ζητήσουν την Χάρη της.
Β. Η Εικόνα:
Ο Ι. Βορβίλας («Η εν Μεσσηνία Ιερά Μονή Βουλκάνου») γράφει : «Είναι ζωγραφισμένη επί ξύλου, ήτοι μικράς σανίδας». Δεν είναι εικόνα μεγάλη όπως η εικόνα της Υπαπαντής και της Δήμιοβας, είναι εικόνα μικρή, οι διαστάσεις της είναι: ύψος 0,36 μ. και πλάτος 0,29μ. Παριστάνει ημίσωμη τη Θεοτόκο να κρατά με το αριστερό της χέρι το μικρό Ιησού. Η απεικόνιση της μορφής της Παναγίας στο ξύλο έχει γίνει λόγω της παλαιότητας αμυδρή, γι’ αυτό και πριν από πολλά χρόνια είχε ελαφρώς ξαναζωγραφιστεί στην Αθήνα. Είναι εξ ολοκλήρου επιχρυσωμένη και διαμαντοστολισμένη από το 1857 στη Σμύρνη. Ο ζωγράφος δεν είναι γνωστός, όπως επίσης δεν είναι γνωστές και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε στο Βουλκάνο. Μετά από κάποιες έρευνες έχει εκφρασθεί η γνώμη ότι είναι έργο που έχει γίνει στα τέλη του 15ου αιώνα ή στις αρχές του 16ου.
Γ. Η λιτανεία των 20 χιλιομέτρων!
Τον 17ο αιώνα, φοβερός λοιμός ενέσκηψε, πλήθος κόσμου πέθαινε και οι Μοναχοί έγιναν δέκτες του λαϊκού αιτήματος να περιοδεύσει η εικόνα της Παναγίας στα χωριά τα κτυπημένα από τον λοιμό. Τότε έγινε θαύμα και όπου πήγαινε η εικόνα, έφευγε ο λοιμός ! Έτσι καθιερώθηκε η λιτάνευσή της Αγίας και θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, στην Μεσσήνη και στα χωρία , όπου η λιτανεία των 20 χιλιομέτρων , ακολουθεί τα κτυπημένα το πάλαι χωριά, μέχρι να εγκατασταθεί στο μετόχι της Ιεράς Μονής στην Μεσσήνη, τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Ζωοδόχου Πηγής., παρά τα «μπεζεστένια, όπου είναι και ο χώρος της πανηγύρεως.
Πρέπει να τονισθεί η μοναδικότητα του εθίμου αυτού, αφού μια τέτοια «μαραθώνια» λιτανεία, πουθενά αλλού δεν διεξάγεται!.
Παρόμοια λιτάνευση γινόταν και κατά τους ειδωλολατρικούς χρόνους, όπως λέγεται, ανάμεσα στα ιερά της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, ένα εκ των οποίων βρισκόταν πιθανόν κοντά στη σημερινή Μεσσήνη. Εξ άλλου, τα νέα ευρήματα με 40 αρχαίους ενσωματωμένους κίονες στα αρχιτεκτονικά μέλη του Ι.Ν. των Τριών Ιεραρχών Μεσσήνης, (Απρίλιος 2007) μαρτυρούν αδιάλειπτους και ισχυρούς δεσμούς της νέας πόλης της Μεσσήνης με την αρχαία ομώνυμη κοιτίδα της Μεσσηνίας.
Φέτος γίνονται σπουδαία και σοβαρά έργα αποκατάστασης και της Μονής και του Μετοχίου στην Μεσσήνη . Ίσως να υπάρξει μια μικρή και προσωρινή παρέκκλιση από το τυπικό, αλλά αξίζει ο κόπος, καθώς οι παρεμβάσεις που θα γίνουν θα βελτιώσουν τα μάλα και την αισθητική και την λειτουργικότητα των ιερών αυτών χώρων.
Δ. Το πανηγύρι
Το πανηγύρι της Μεσσήνης, επισήμως έχει ιδρυθεί το 1839,. Την εποχή εκείνη, η Πελοπόννησος είχε 22 πανηγύρια και άλλα τόσα η υπόλοιπη Ελλάδα του τότε (Στερεά Ελλάδα) Μέχρι το 1909 , αφού είχε απελευθερωθεί και άλλο τμήμα του Ελληνισμού, ο αριθμός των πανηγύρεων είχε ανέλθει Πανελληνίως σε 85. Από Οικονομική Ιστορική άποψη, το φαινόμενο των πανηγύρεων , ερμηνεύεται ως μια ακραία στρέβλωση των αγορών, αφού οι υπάρχοντες φόροι για την διακίνηση προϊόντων από πόλη σε πόλη εντός της Ελληνικής επικράτειας σε συνδυασμό με την απίστευτη έλλειψη οδικού δικτύου, έκανε λ.χ. το σιτάρι της Λιβαδειάς 100% πιο ακριβό στην αγορά της Αθήνας. Η ίδια η Αθήνα συνετηρείτο με εισαγωγές σίτου από Τουρκία και Ρωσία , ενώ την ίδια στιγμή, τα σιτάρια της Μεσσηνίας έμεναν απούλητα! Παρ όλη την επανάσταση του σιδηροδρόμου επί Χαριλάου Τρικούπη (1880) που έλυσε οριστικά το πρόβλημα του κόστους των μεταφορικών των αγροτικών προϊόντων, τα πανηγύρια έμειναν και πλήθυναν αφού πήραν περισσότερο εθιμικό χαρακτήρα, παρά αυστηρώς οικονομικό. Μέχρι τότε, ο Κτηνοτρόφος της Μεσσηνίας, περίμενε το πανηγύρι της Μεσσήνης να πάει να πουλήσει το άλογο ή ημίονο ή όνο , και να προμηθευθεί την γαλοπούλα που θα εξέτρεφε μέχρι τα Χριστούγεννα. (Ζωοπανήγυρης) Παράλληλα με τα έσοδα , θα έκανε και τις αγορές διαρκών αγαθών για το νοικοκυριό του και για όλο τον χρόνο (Ρούχα , παπλώματα, βελέντζες, παπούτσια, υφαντά προικιά, χαλκώματα, γεωργικά εργαλεία.) Όλα αυτά θα τα συνδύαζε και με μια μικρή διασκέδαση και φυσικά με το προσκύνημα της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας για να αναλάβει και πνευματικές δυνάμεις για τον δύσκολο βίο που διήγε.
Ε. Η Μεσσήνη ως γενέτειρα του εθίμου της ψητής γουρνοπούλας.
Ήδη, από την πρώτη Τουρκική κατοχή της Πελοποννήσου, οι τούρκοι είχαν κτίσει στο βόρειο μέρος της Μεσσήνης, στην «Παλαιά Βρύση» το «Χαβούζι» και αργότερα του «Χόντζα» στα παλαιά σφαγεία στον δρόμο προς την Μπούκα. Αυτά ήταν πέτρινες κατασκευές, για ομαδικό πλύσιμο ανθρώπων και ρούχων. Είναι γνωστό, ότι οι Τούρκοι, ανέκαθεν ήταν «παστρικοί» . Κόντρα σε αυτό, ο ντόπιος Ελληνικός πληθυσμός, ανέπτυξε μια αμυντική στάση , σύμφωνα με την οποία επεδίωκε να ασχημίζει τα παιδιά του ώστε να μην μπαίνουν στο στόχαστρο των Τούρκων με τα φοβερά παιδομαζώματα που έκαναν. Πρώτο ήταν η αποφυγή κάθε σχέσης με την καθαριότητα. Αυτή την αμυντική αθλιότητα, την επιβεβαιώνουν οι περιηγητές Πάουβ και Σατωμπριάν, όταν αργότερα επεσκέφθησαν τον τόπο. Παράλληλα, είναι γνωστό, ότι οι Τούρκοι ως Μουσουλμάνοι, απέχουν του χοιρινού κρέατος μιας και το ζώο, θεωρείται θρησκευτικώς ως μιαρό (καταραμένο από τον Προφήτη Μωάμεθ!) Έτσι οι πονηροί Νησιώτες, κατάφεραν, ενώ ο τόπος τους είναι προνομιακός και εύφορος , στην διάρκεια των 300 ετών της Τουρκικής κατοχής, να μην κατοικήσουν Τούρκοι στην Μεσσήνη! Αυτό φυσικά επετεύχθη με την αθρόα εκτροφή χιλιάδων χοίρων, οι οποίοι κυκλοφορούσαν εντός της πόλεως ακωλύτως. Φαίνεται, ότι αυτή η πολιτική των παμπόνηρων Νησιωτών, ήταν πολύ αποτελεσματική, αφού έφυγαν όλοι οι Τούρκοι από την Μεσσήνη και εγκατεστάθησαν στην Ανδρούσα, έτσι ώστε να εκτοπίσουν σχεδόν ολόκληρο τον Ελληνικό πληθυσμό από αυτήν, αφού η Ανδρούσα τότε είχε μόνο δύο Ελληνικές οικογένειες, παρ ότι ήτο και έδρα της Επισκοπής . Πρέπει να γίνει σαφές, ότι η Ανδρούσα, τότε ήτο ένα φτωχικό μέρος από άποψη παραγωγικότητας, γι αυτό και ο Ανδρούσης Ιωσήφ ήδη προ της επαναστάσεως του 1821 είχε εγκατασταθεί στην Μεσσήνη ακριβώς γι αυτόν τον λόγο όπως ο ίδιος αναφέρει σε χειρόγραφη επιστολή του.
Η χοιροτροφία στην Μεσσήνη, απέκτησε παράδοση 300 ετών και περιορίσθη σημαντικά μόνο μετά το 1920. Μέχρι τότε οι χοίροι «ήσαν πολλαπλάσιοι των ανθρώπων» όπως αναφέρει ειρωνικά, ο Ιατρός Π. Κορύλλος στο οδοιπορικό του «Από Πατρών έως Καλάμας» το 1890. Αν σκεφθούμε ότι οι κάτοικοι Μεσσήνης ήταν 7.000 το 1890, μπορούμε να φανταστούμε πόσοι ήταν οι εκτρεφόμενοι χοίροι!
Το 1920, οι τελάληδες ειδοποιούν τον ντόπιο πληθυσμό:
«Ειδοποιήσθε, από τον κ. Αστυνόμο, ότι από αύριο, απαγορεύεται να κυκλοφορούνε γουρούνια στο δρόμο , διότι οι χωροφύλακες θα τα σκοτώνουν και να μην έχετε παράπονοοοοοοοοο!.....»
Πραγματικά, όταν την άλλη μέρα οι χωροφύλακες εύρισκαν στην πλατεία κάποιο ζώο να κάνει τον περίπατό του, το στρίμωχναν με ….τέχνη και το τρυπούσαν με την μεγάλη ξιφολόγχη (σακαράκα) που έφεραν πάντα αναρτημένη στην λουρίδα τους. Από την άλλη, οι ιδιοκτήτες των…αλήτικων «δολοφονημένων» ζώων , δεν δυσανασχετούσαν και πολύ, αφού αμέσως τa έβαζαν στην λαμαρίνα και τa έψηναν.. Ακολούθως , τa έφερναν στην αγορά και η ζεστή γουρνοπούλα πουλιόταν αμέσως!
Στο πανηγύρι όμως το ψήσιμο ήταν προγραμματισμένο είχε τεχνική ενώ η νοστιμιά του κρέατος είχε τα μυστικά της. Ο Θεόδωρος Μ. Τσερπές αναφέρει , ότι αυτή η νοστιμιά, οφείλετο , μάλλον στο επισταμένο ψήσιμο, μέσα στον παραδοσιακό φούρνο, που εκλείετο με ζυμάρι, ενώ η γουρνοπούλα σιγοψηνόταν με κλιματόβεργες. Ίσως πάλι και η διατροφή των ζώων που ήταν με λιοκόκκια (:=η μάζα που μένει μετά την εξαγωγή του ελαιολάδου χωρίς υπερυμπιεστές) να είναι μια άλλη συμπληρωματική εξήγηση.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν αυτό το έθιμο, έχει καταγωγή την πόλη της Μεσσήνης , ένα έθιμο της Νότιας Πελοποννήσου που δημιουργήθηκε σε εύφορο τόπο, αφού ο τρόπος αυτός ψησίματος είναι «αντιοικονομικός» μιας και δεν γίνεται εκμετάλλευση του δέρματος για παπούτσια («γουρνοτσάρουχα») είτε του λίπους για λάδι στο τηγάνισμα, όπως γινόταν στα φτωχότερα ορεινά μέρη, όπου η πλήρης εκμετάλλευση του γουρουνιού ήταν μια εν τη πράξη ανακύκλωση των υπολειμμάτων τροφίμων της οικογενείας τα δε προϊόντα του (παστό , λουκάνικα) αλλά και τα παραπροϊόντα του (λίπος, δέρμα) βοηθούσαν αποφασιστικά στην επιβίωση των φτωχών οικογενειών.
Τελειώνοντας το παρόν σύντομο σημείωμα , να υπογραμμίσουμε ότι η ψητή γουρνοπούλα είναι ένα θαυμάσιο έδεσμα με λιγότερα μάλιστα λιπαρά από το μοσχαρίσιο κρέας, αν ο καταναλωτής αποβάλλει το εμφανές λίπος! Αν μπορεί να το κάνει βεβαίως αυτό , μπροστά στον πειρασμό της τραγανής «γκόρτσας» και των διαφόρων «γλυκαδιών» του ζώου το οποίο ως και σήμερα ψήνεται σε φούρνους εξακολουθεί να είναι νοστιμότατο και προσφέρεται εν αφθονία, ζεστό και σχετικά φθηνό καθ΄ όλη την διάρκεια της Πανηγύρεως της Μεσσήνης!
Βιβλιογραφία-Διαδικτυακές αναφορές:
• «Η Ιστορία της Πόλεως Μεσσήνης» Θεοδώρου Μιχαήλ Τσερπέ έκδοση Β΄ Δήμου Μεσσήνης , Καλαμάτα 1998
• «Εισαγωγή στην Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία» Ευγενία Μπουρνόβα –Γιώργος Προγουλάκης. Δ/ση έκδοσης Βασίλης Κρεμμυδάς Εκδόσεις Τυπωθείτω 2003
• Messinia –Peloponnisos Hellas Δίγλωσσος Τουριστικός οδηγός Λήμμα «Μεσσήνη» Γιάννης Π. Πλατάρος Εκδόσεις Νίκος Σπάλλας Θεσσαλονίκη.
• http://ilanos.pblogs.gr/
Η ενσωματωμένη βάση του αρχαίου Τριπόδου στο Καθολικό της πρώτης Μονής Βουλκάνου, όπου διακρίνονται εμφανώς τα ίχνη του.
Σχόλια