Περί του εθίμου της Μούτζας και του Βυζαντινού υπαλλήλου Πλατσάριου (υπό Φαίδωνος Κουκουλέ)
Από την ιστορία της «μούτζας»[i] …
Οι Βυζαντινοί πρόγονοι ημών συχνά ανά τας ρύμας και τας πλατείας διεσκέδαζον, παρακολουθούντες το θέαμα τής διαπομπεύσεως. Οι κλέπται, οι μοιχοί και αι μοιχαλίδες, οι δειλοί, οι μέθυσοι, οι αντάρται, εξέχοντα πολλάκις πρόσωπα, πατριάρχαι και βασιλείς, υφίσταντο τότε την ατιμωτικήν περιαγωγήν. Πόσον συνήθης κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο η διαπόμπευσις δεικνύει πλήθος Νεοελληνικών φράσεων, αι οποίαι νοούνται μόνον όταν λάβη τις υπ’ όψιν τί εγίνετο τότε, προκειμένου να διαπομπευθή τις.
Ό μέλλων λοιπόν να υποστή την διαπόμπευσιν, εν πρώτοις εκουρεύετο. Σήμερον ή κουρά τής κόμης δεν έχει τι το προσβλητικόν, τότε όμως, ότε οι πολίται, πλην των μοναχών και του κλήρου, έφερον μακράν κόμην, το να έμφανισθή τις κουρεμένος ήτο μεγάλη προσβολή.
Πλην των πενθούντων, μόνον οι υποπεσόντες εις παράπτωμα και καταδικασθέντες εκουρεύοντο” συχνά εις τούς Βυζαντινούς χρόνους απαντά ή φράσις : «(ο δείνα) τυπτόμενος και κουρευόμενος, εξοριζέσθω».
Ταύτα λαμβάνων τις υπ’ όψιν, θα νοήση τας σημερινάς φράσεις : ά ν τ ε να κ ο υ ρ ε ύ ε σ α ι ή: κουρέματά σου, ήτοι τόσον φαύλος είσαι, ώστε αξίζεις να κουρευθής.
Διά τον αυτόν λόγον σήμερον εις πολλά μέρη κουτρούλα ή κουρεμένη λέγεται ή άτιμος γυνή, επειδή την μοιχαλίδα, προτού την διαπομπεύσουν, την εκούρευον.
Το κουρεύω κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους ελέγετο και κ ο υ ρ ά ζ ω, π.χ. : «τον τάδε εκούρασαν μοναχόν» εκουράσθη λοιπόν ο δείνα ή η δείνα εσήμαινεν εκουρεύθη. Το κούρευμα όμως, επειδή ήτο, ως ανωτέρω ελέχθη, συνέπεια κακής συμπεριφοράς, κατεπόνει ψυχικώς τον κουρασθέντα. Εντεύθεν το κουράζω κατήντησε να σημαίνη καταπονώ ου μόνον ψυχικώς, αλλά και σωματικώς.
Ποίος αρά γε σήμερον, όταν λέγη κουράστηκα, φαντάζεται ότι ή καταπόνησίς του έχει σχέσιν με το κούρευμα ;
Εν συνεχεία οι διαπομπεύοντες, ίνα προκαλέσωσι τον γέλωτα των θεατών, ήλειφον το πρόσωπον του διαπομπευθησομένου δι’ ασβόλης, ήτοι καπνιάς, ή επίχρισις δ’ αύτη έδωκεν αφορμήν εις τας σημερινάς φράσεις : α π ο σ β ο λ ώ θ η κ α ή: έμεινα αποσβολωμένος, αίτινες σημαίνουν ησχύνθην τόσον, όσον ο δι’ ασβόλης χρισθείς και μέλλων να διαπομπευθη.
Το ρήμα δήλα δη είναι αντίστοιχον προς το αρχαίον προπηλακίζω. Εν τω Λεξικώ του Σουΐδα αναγινώσκομεν : «προπηλακισμός ύβρις είρηται δε από του πηλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».
“Η ασβόλη τότε ελέγετο και μ ο υ τ ζ α (=μουντόν χρώμα), εντεύθεν δ’ έλαβον την αρχήν των το τε σημερινόν ρήμα μουτζώνω ή μ ο υ τ ζ ο υ ρ ώ ν ω, ως και αι φράσεις : έφυγα μουτζωμένος, ήτοι κατησχυμένος, κοίταξε να μη με μουτζουρώσης, ήτοι να μη με προσβάλης, έννοια σου κι’ εγώ σε βάφω, θα σε τιμωρήσω δήλα δή.
Επειδή δε, ίνα δια μούτζης αλείψωσι το πρόσωπον του περιαγομένου, ήπλωνον επί της αιθάλης την παλάμην τής χειρός διαστέλλοντες τους δακτύλους, δια τούτο το υβριστικόν σχήμα, το όποιον αποτελείται εκ τής τοιαύτης τής άκρας χειρός διαθέσεως, εκλήθη μούτζα και το ρήμα μουτζώνω, του οποίου συνώνυμον είναι το φασκελώνω ή σφακελώνω.
Αντί ασβόλης, ήλειφον ενίοτε το πρόσωπον του διαπομπευομένου δια σ ι ν ω π ι δ ί ο υ, ήτοι ερυθράς βαφής. Το έτσι κι’ έτσι κόκκινος κι’ έτσι κατακόκκινος, το λεγόμενον υπό του απελπισθέντος και μη έχοντος ελπίδα βελτιώσεως, εκ του ανωτέρω έχει την αρχήν.
Ο εξετασθείς και αθώος αποδειχθείς εννοείται ότι παρουσιάζετο εις την κοινωνίαν με λευκόν πρόσωπον, ως αντιστρόφως ο ένοχος και μέλλων να περιαχθή μαυροπρόσωπος. Δι’ αυτό λέγομεν σήμερον : βγήκε ασπροπρόσωπος και : κοίταξε να μη με μουτζουρώσης, ήτοι να μη με κάνης να εντραπώ δια την συμπεριφοράν σου.
Τον ένοχον κατόπιν ανεβίβαζον συνηθέστατα επί όνου, ούτω πως μάλιστα, ώστε να βλέπη προς τα οπίσθια τού ζώου και να κρατή την ουράν του. Εκ τής στάσεως ταύτης προήλθεν ή σημερινή φράσις : τον (την) ανέβασαν στο γάιδαρο. Την εντροπήν δε του εποχουμένου δηλοί ή κοινή σημερινή φράσις : θαρρούσα πώς ήμουνα ‘ς τό γάιδαρο καβάλλα.
Τον διά των οδών περιφερόμενον οι παρακολουθούντες το θέαμα ου μόνον ενέπαιζον, διαφόρους σκωπτικούς εις αυτόν απευθύνοντες λόγους, αλλά και, προς ύβριν, και ίνα περισσότερος γίνεται θόρυβος, εκρέμων κώδωνας από του λαιμού του ή και τον υπεδέχοντο με κωδωνοκρουσίας, όπερ τελευταίον έθιμον υποδεικνύει το εν Ονειροκριτικώ του Θ’ μ.Χ. αιώνος : «εάν δε γύναιον ίδη ότι σημαντήριον σημαίνει, θέατρον αισχύνης έσται παντί τω λαώ». Πβ. και τας σημερινάς εν Αιτωλία φράσεις : του βάρισαν καμπάνα, ήτοι αυστηρώς τον ετιμώρησαν, καί : ταχιά θ’ άκούης τ’ γκαμπάνα σου, ήτοι την τιμωρίαν σου. Διά τούτο σήμερον : τόν εκουδούνισαν καί, κατά τόπους : τον εκαμπάνισαν σημαίνει τον διεπόμπευσαν, κοινότερον δε λέγομεν : άντε ν’ ακούσης τα κουδούνια σου, τας κατά σου δήλα δή κατηγορίας. Αυτή είναι η αρχή τής φράσεως, δι’ ο δεν έχουσι δίκαιον οι φρονούντες, ότι το τ ή ς κ ρ έ μ α σ α ν κ ο υ δ ο ύ ν ι α ελέχθη περί γυναικός, τής οποίας διαλαλούνται και ακούονται παντού αι ένοχοι μετ’ ανδρών σχέσεις, ως από αποστάσεως ακούονται οι ήχοι των κωδώνων των από του λαιμού ζώων αποκρεμαμένων.
Οι θεαταί όμως και οι την πομπήν παρακολουθούντες δεν ηρκούντο εις τούς κωδωνισμούς τον διαπομπευόμενον έτυπτον με εντόσθια αιγοπροβάτων, έρριπτον δε κατ’ αυτού και αποχωρήματα. Τά σημερινά : τον έχεσα, θαρρώ πώς θάσε χέσω, δέν ήσαν απλούν σχήμα λόγου, αλλά πραγματικότης. Τα ριπτόμενα όμως αποχωρήματα εμόλυνον ου μόνον τον διαπομπευόμενον, αλλά και τον όνον εφ’ ου επέβαινεν ούτος. Τώρα εννοεί τις την σημασίαν τού παγκοίνου : του ‘χεσα το γάιδαρο (‘ς το ξύλο).
Οσάκις το παράπτωμα τού πομπευομένου δεν ήτο μέγα, ούτος υφίστατο οίας ανωτέρω είπον ατιμώσεις εάν όμως ούτος είχε μετάσχει εγκλήματος καθοσιώσεως ή αποτυχούσης ανταρσίας ή οι καιροί, καθ’ ους είχε διαπραχθή το έγκλημα, ήσαν τεταραγμένοι και τα πάθη ισχυρά, τότε ούτος περιήγετο, αφ’ ου πρότερον ετυφλούτο. Τότε είχεν ου μόνον μούτζες, αλλά και τύφλες, ήτο, όπως σκωπτικώς έλεγον, μούτζουφλος ή μούρτζουφλος (=μουτζότυφλος).
Φανερόν εκ των ανωτέρω καθίσταται πρώτον πόθεν ή σημερινή φράσις : τύφλες και μούτζες νά ‘χης και δεύτερον διατί το ύβριστικόν σημερινόν σχήμα, η μούτζα, λέγεται και τύφλα και τό μουτζώνω τυφλώνω.
Η διαπόμπευσις ελέγετο και άτιμος θρίαμβος και πομπή, μεταπεσούσης της αρχαίας σημασίας τής λέξεως. Δι’ αυτό σήμερον η λέξις μ π ο μ π ή έχει κακήν σημασίαν, δηλούσα την επίψογον συμπεριφοράν και πράξιν. πβ. : δεν πάς να δής (ν’ακούσης) τοις μπόμπες σου; να χαθής, μπομπεμένη, εκατσ’ ή μπομπή ‘ς τη στράτα κι’ αναγέλα τους διαβάτες.
Τέλος, επειδή του πομπευομένου προηγείτο ειδικός υπηρέτης, σύρων τον όνον, πλατσάριος καλούμενος, διαλαλών το έγκλημα εκείνου, το δε διαλαλώ ελέγετο κιβεντίζω ή γιβεντίζω, διά τούτο σήμερον πολλαχού τά γίβεντα ή τά γέβεντα συνωνυμούσι τω άτιμοι πράξεις και επίψογοι, το δε γιβεντισμένος ή γεβεντισμένος τω φαύλος και άτιμος.
Οι Βυζαντινοί πρόγονοι ημών συχνά ανά τας ρύμας και τας πλατείας διεσκέδαζον, παρακολουθούντες το θέαμα τής διαπομπεύσεως. Οι κλέπται, οι μοιχοί και αι μοιχαλίδες, οι δειλοί, οι μέθυσοι, οι αντάρται, εξέχοντα πολλάκις πρόσωπα, πατριάρχαι και βασιλείς, υφίσταντο τότε την ατιμωτικήν περιαγωγήν. Πόσον συνήθης κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο η διαπόμπευσις δεικνύει πλήθος Νεοελληνικών φράσεων, αι οποίαι νοούνται μόνον όταν λάβη τις υπ’ όψιν τί εγίνετο τότε, προκειμένου να διαπομπευθή τις.
Ό μέλλων λοιπόν να υποστή την διαπόμπευσιν, εν πρώτοις εκουρεύετο. Σήμερον ή κουρά τής κόμης δεν έχει τι το προσβλητικόν, τότε όμως, ότε οι πολίται, πλην των μοναχών και του κλήρου, έφερον μακράν κόμην, το να έμφανισθή τις κουρεμένος ήτο μεγάλη προσβολή.
Πλην των πενθούντων, μόνον οι υποπεσόντες εις παράπτωμα και καταδικασθέντες εκουρεύοντο” συχνά εις τούς Βυζαντινούς χρόνους απαντά ή φράσις : «(ο δείνα) τυπτόμενος και κουρευόμενος, εξοριζέσθω».
Ταύτα λαμβάνων τις υπ’ όψιν, θα νοήση τας σημερινάς φράσεις : ά ν τ ε να κ ο υ ρ ε ύ ε σ α ι ή: κουρέματά σου, ήτοι τόσον φαύλος είσαι, ώστε αξίζεις να κουρευθής.
Διά τον αυτόν λόγον σήμερον εις πολλά μέρη κουτρούλα ή κουρεμένη λέγεται ή άτιμος γυνή, επειδή την μοιχαλίδα, προτού την διαπομπεύσουν, την εκούρευον.
Το κουρεύω κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους ελέγετο και κ ο υ ρ ά ζ ω, π.χ. : «τον τάδε εκούρασαν μοναχόν» εκουράσθη λοιπόν ο δείνα ή η δείνα εσήμαινεν εκουρεύθη. Το κούρευμα όμως, επειδή ήτο, ως ανωτέρω ελέχθη, συνέπεια κακής συμπεριφοράς, κατεπόνει ψυχικώς τον κουρασθέντα. Εντεύθεν το κουράζω κατήντησε να σημαίνη καταπονώ ου μόνον ψυχικώς, αλλά και σωματικώς.
Ποίος αρά γε σήμερον, όταν λέγη κουράστηκα, φαντάζεται ότι ή καταπόνησίς του έχει σχέσιν με το κούρευμα ;
Εν συνεχεία οι διαπομπεύοντες, ίνα προκαλέσωσι τον γέλωτα των θεατών, ήλειφον το πρόσωπον του διαπομπευθησομένου δι’ ασβόλης, ήτοι καπνιάς, ή επίχρισις δ’ αύτη έδωκεν αφορμήν εις τας σημερινάς φράσεις : α π ο σ β ο λ ώ θ η κ α ή: έμεινα αποσβολωμένος, αίτινες σημαίνουν ησχύνθην τόσον, όσον ο δι’ ασβόλης χρισθείς και μέλλων να διαπομπευθη.
Το ρήμα δήλα δη είναι αντίστοιχον προς το αρχαίον προπηλακίζω. Εν τω Λεξικώ του Σουΐδα αναγινώσκομεν : «προπηλακισμός ύβρις είρηται δε από του πηλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».
“Η ασβόλη τότε ελέγετο και μ ο υ τ ζ α (=μουντόν χρώμα), εντεύθεν δ’ έλαβον την αρχήν των το τε σημερινόν ρήμα μουτζώνω ή μ ο υ τ ζ ο υ ρ ώ ν ω, ως και αι φράσεις : έφυγα μουτζωμένος, ήτοι κατησχυμένος, κοίταξε να μη με μουτζουρώσης, ήτοι να μη με προσβάλης, έννοια σου κι’ εγώ σε βάφω, θα σε τιμωρήσω δήλα δή.
Επειδή δε, ίνα δια μούτζης αλείψωσι το πρόσωπον του περιαγομένου, ήπλωνον επί της αιθάλης την παλάμην τής χειρός διαστέλλοντες τους δακτύλους, δια τούτο το υβριστικόν σχήμα, το όποιον αποτελείται εκ τής τοιαύτης τής άκρας χειρός διαθέσεως, εκλήθη μούτζα και το ρήμα μουτζώνω, του οποίου συνώνυμον είναι το φασκελώνω ή σφακελώνω.
Αντί ασβόλης, ήλειφον ενίοτε το πρόσωπον του διαπομπευομένου δια σ ι ν ω π ι δ ί ο υ, ήτοι ερυθράς βαφής. Το έτσι κι’ έτσι κόκκινος κι’ έτσι κατακόκκινος, το λεγόμενον υπό του απελπισθέντος και μη έχοντος ελπίδα βελτιώσεως, εκ του ανωτέρω έχει την αρχήν.
Ο εξετασθείς και αθώος αποδειχθείς εννοείται ότι παρουσιάζετο εις την κοινωνίαν με λευκόν πρόσωπον, ως αντιστρόφως ο ένοχος και μέλλων να περιαχθή μαυροπρόσωπος. Δι’ αυτό λέγομεν σήμερον : βγήκε ασπροπρόσωπος και : κοίταξε να μη με μουτζουρώσης, ήτοι να μη με κάνης να εντραπώ δια την συμπεριφοράν σου.
Τον ένοχον κατόπιν ανεβίβαζον συνηθέστατα επί όνου, ούτω πως μάλιστα, ώστε να βλέπη προς τα οπίσθια τού ζώου και να κρατή την ουράν του. Εκ τής στάσεως ταύτης προήλθεν ή σημερινή φράσις : τον (την) ανέβασαν στο γάιδαρο. Την εντροπήν δε του εποχουμένου δηλοί ή κοινή σημερινή φράσις : θαρρούσα πώς ήμουνα ‘ς τό γάιδαρο καβάλλα.
Τον διά των οδών περιφερόμενον οι παρακολουθούντες το θέαμα ου μόνον ενέπαιζον, διαφόρους σκωπτικούς εις αυτόν απευθύνοντες λόγους, αλλά και, προς ύβριν, και ίνα περισσότερος γίνεται θόρυβος, εκρέμων κώδωνας από του λαιμού του ή και τον υπεδέχοντο με κωδωνοκρουσίας, όπερ τελευταίον έθιμον υποδεικνύει το εν Ονειροκριτικώ του Θ’ μ.Χ. αιώνος : «εάν δε γύναιον ίδη ότι σημαντήριον σημαίνει, θέατρον αισχύνης έσται παντί τω λαώ». Πβ. και τας σημερινάς εν Αιτωλία φράσεις : του βάρισαν καμπάνα, ήτοι αυστηρώς τον ετιμώρησαν, καί : ταχιά θ’ άκούης τ’ γκαμπάνα σου, ήτοι την τιμωρίαν σου. Διά τούτο σήμερον : τόν εκουδούνισαν καί, κατά τόπους : τον εκαμπάνισαν σημαίνει τον διεπόμπευσαν, κοινότερον δε λέγομεν : άντε ν’ ακούσης τα κουδούνια σου, τας κατά σου δήλα δή κατηγορίας. Αυτή είναι η αρχή τής φράσεως, δι’ ο δεν έχουσι δίκαιον οι φρονούντες, ότι το τ ή ς κ ρ έ μ α σ α ν κ ο υ δ ο ύ ν ι α ελέχθη περί γυναικός, τής οποίας διαλαλούνται και ακούονται παντού αι ένοχοι μετ’ ανδρών σχέσεις, ως από αποστάσεως ακούονται οι ήχοι των κωδώνων των από του λαιμού ζώων αποκρεμαμένων.
Οι θεαταί όμως και οι την πομπήν παρακολουθούντες δεν ηρκούντο εις τούς κωδωνισμούς τον διαπομπευόμενον έτυπτον με εντόσθια αιγοπροβάτων, έρριπτον δε κατ’ αυτού και αποχωρήματα. Τά σημερινά : τον έχεσα, θαρρώ πώς θάσε χέσω, δέν ήσαν απλούν σχήμα λόγου, αλλά πραγματικότης. Τα ριπτόμενα όμως αποχωρήματα εμόλυνον ου μόνον τον διαπομπευόμενον, αλλά και τον όνον εφ’ ου επέβαινεν ούτος. Τώρα εννοεί τις την σημασίαν τού παγκοίνου : του ‘χεσα το γάιδαρο (‘ς το ξύλο).
Οσάκις το παράπτωμα τού πομπευομένου δεν ήτο μέγα, ούτος υφίστατο οίας ανωτέρω είπον ατιμώσεις εάν όμως ούτος είχε μετάσχει εγκλήματος καθοσιώσεως ή αποτυχούσης ανταρσίας ή οι καιροί, καθ’ ους είχε διαπραχθή το έγκλημα, ήσαν τεταραγμένοι και τα πάθη ισχυρά, τότε ούτος περιήγετο, αφ’ ου πρότερον ετυφλούτο. Τότε είχεν ου μόνον μούτζες, αλλά και τύφλες, ήτο, όπως σκωπτικώς έλεγον, μούτζουφλος ή μούρτζουφλος (=μουτζότυφλος).
Φανερόν εκ των ανωτέρω καθίσταται πρώτον πόθεν ή σημερινή φράσις : τύφλες και μούτζες νά ‘χης και δεύτερον διατί το ύβριστικόν σημερινόν σχήμα, η μούτζα, λέγεται και τύφλα και τό μουτζώνω τυφλώνω.
Η διαπόμπευσις ελέγετο και άτιμος θρίαμβος και πομπή, μεταπεσούσης της αρχαίας σημασίας τής λέξεως. Δι’ αυτό σήμερον η λέξις μ π ο μ π ή έχει κακήν σημασίαν, δηλούσα την επίψογον συμπεριφοράν και πράξιν. πβ. : δεν πάς να δής (ν’ακούσης) τοις μπόμπες σου; να χαθής, μπομπεμένη, εκατσ’ ή μπομπή ‘ς τη στράτα κι’ αναγέλα τους διαβάτες.
Τέλος, επειδή του πομπευομένου προηγείτο ειδικός υπηρέτης, σύρων τον όνον, πλατσάριος καλούμενος, διαλαλών το έγκλημα εκείνου, το δε διαλαλώ ελέγετο κιβεντίζω ή γιβεντίζω, διά τούτο σήμερον πολλαχού τά γίβεντα ή τά γέβεντα συνωνυμούσι τω άτιμοι πράξεις και επίψογοι, το δε γιβεντισμένος ή γεβεντισμένος τω φαύλος και άτιμος.
[i] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Ε΄ «η νέα ελληνική γλώσσα και τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έθιμα», σ. 6-8, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1952.
Σχόλια