Ω! εύανδρος Μεσσήνη η γέμεις ποιητών! (Έφθασε στην Μεσσήνη, στις ρίζες, η Κική Δημουλά!)


Η μεγάλη ποιήτρια Κική Δημουλά επισκέφθηκε σήμερα το Δήμαρχο Μεσσήνης Στάθη Αναστασόπουλο.

Ως γνωστό, αύριο η Κική Δημουλά ανακηρύσσεται επίτιμη δημότισσα του Δήμου Μεσσήνης με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Μεσσήνης.

Ο Δήμαρχος την καλωσόρισε και την ευχαρίστησε για την αποδοχή της πρόσκλησης και την παρουσία της στη Μεσσήνη και της χάρισε, εις ανάμνηση της επισκέψεώς της, το βιβλίο «Αρχαία Μεσσήνη» του καθηγητή Πέτρου Θέμελη.

Η εκδήλωση ανακήρυξης της ποιήτριας ως επίτιμης δημότισσας του Δήμου Μεσσήνης θα γίνει στο αίθριο του Δημαρχείου Μεσσήνης και όχι στο Εκκλησιαστήριο της Αρχαίας Μεσσήνης, όπως είχε προγραμματισθεί λόγω της επιδείνωσης του καιρού.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ







 

 

Ανακηρύσσεται το Σάββατο: Επίτιμη δημότισσα Μεσσήνης η ποιήτρια Κική Δημουλά

Στο Δημαρχείο θα γίνει αν βρέχει η τελετή ανακήρυξης ως επίτιμου δημότισσα  Μεσσήνης της ποιήτριας Κικής Δημουλά, αντί της Αρχαίας Μεσσήνης όπως είναι προγραμματισμένη. Πάντως αν όλα πάνε καλά καιρικά, η ανακήρυξη της καταγόμενης από τη Μεσσήνη Κικής Δημουλά σε επίτιμη δημότη της πόλης, θα γίνει αυτό το Σάββατο και ώρα 7.30 το απόγευμα, στο Εκκλησιαστήριο του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Μεσσήνης.
Ο δήμαρχος Στάθης Αναστασόπουλος σε χθεσινή συνέντευξη Τύπου αναφέρθηκε στη σημαίνουσα προσωπικότητα της Κικής Δημουλά. “Το Δημοτικό Συμβούλιο αναγνωρίζοντας την ποιητική της αξία αποφάσισε να ανακηρύξει την κ. Δημουλά επίτιμη δημότη της Μεσσήνης, παραδίδοντάς της το χρυσό κλειδί της πόλης στην επικείμενη εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί προς τιμήν της. Είναι μια σημαντική προσωπικότητα από την πόλη της Μεσσήνης και είμαστε υπερήφανοι γι' αυτό”, ανέφερε συγκεκριμένα. Στη συνέντευξη παραβρέθηκαν και αναφέρθηκαν στο έργο της μεγάλης Ελληνίδας ποιήτριας ο δημοτικός σύμβουλος Θανάσης Ψαρούλης, η πρόεδρος της Φιλαρμονικής Μεσσήνης Φιλάνθη Καμαρινοπούλου και ο πρόεδρος του νομικού προσώπου “Αρχαία Μεσσήνη” Γιώργος Δαβίλλας.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης θα ακουστούν μελοποιημένα ποιήματα της ποιήτριας από τον συνθέτη Νίκο Ξανθούλη. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας Διονύσης Μαλούχος θα συνοδεύσει στο πιάνο την σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη στα ποιήματα: "1η Απριλίου", "Χαίρε ποτέ", "Κική" (ορχηστρικό), "Στη φιλοξενία", "Ονειροκρίτης", "Ερεβος", "Ραντεβού με μιαν άγνωστη".
Επίσης, ο αρχισυντάκτης της "Ε" και συγγραφέας Ηλίας Μπιτσάνης θα αναφερθεί στην καταγωγή και τη σχέση της Κικής Δημουλά με τη Μεσσήνη, αιτιολογώντας το σκοπό της εκδήλωσης.



Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα

μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο

σι, σι, σι.

Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,

ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.


Όμως ο παραλογισμός

άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση

μού’ μαθε για τους ήχους.

Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,

σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,

κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν

και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.


Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,

όλη τη νύχτα

ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,

αξημέρωτος ήχος,

αξημέρωτη ανάγκη εσύ,

βραδύγλωσση βροχή,

σαν πρόθεση ναυαγισμένη

κάτι μακρύ να διηγηθεί

και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,

νοσταλγία δισύλλαβη,

ένταση μονολεκτική,

το ένα εσύ σαν μνήμη,

το άλλο σαν μομφή

και σαν μοιρολατρία,

τόση βροχή για μια απουσία,

τόση αγρύπνια για μια λέξη,

πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή

μ’ αυτή της τη μεροληψία

όλο εσύ, εσύ, εσύ,

σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα

και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Ποίηση: Κική Δημουλά Μουσική: Μαρία Βουμβάκη Ερμηνεία: Μαρία Βουμβάκη Φυσικά και ονειρευομαι Ζει κανεις μόνο μ ένα ξερό μισθό; Πόσο συχνά; Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι. Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρα μας; Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά και μάλλον μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι. Είναι ελευθέρα η είσοδος; Οχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου πριν ελπίσω, Μου την δίνει εν γένει μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές. Να πιστέψω δίχως να αγγίξω να μην μιλήσω διόλου στον καπνό γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει μόνο δια του βλέμματος ν αφησω το αίτημα μου στην κρεμάστρα ότι μου δοθεί να το δεχτώ κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα μ αυτό που ζωγραφίζει η έκκληση μου- θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί. Ενα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο Το όριο. Ως που να κινδυνέψω. Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο. Θαταν γεράματα. Δισκογραφία: Μαρία Βουμβάκη - Το τερραίν του παραδείσου (2006)

Κικὴ Δημουλᾶ - Ποιήματα

Κικὴ Δημουλᾶ (1931-): ποιήτρια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός.
Πὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες
οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν.
Σ᾿ ἐκεῖνες πούλησε ὁ ἔρωτας τὸ σεισμό του
κι ἦρθε στὴ ἐπιφάνεια ὅτι δὲ μ᾿ ἀγαποῦσες...

Ποιήματα ἀπὸ τὶς συλλογές, σὲ ἀλφαβητικὴ σειρά


ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.
Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.
Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.
Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.

ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ

ΙΙ
Καὶ
φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.
ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Πότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶ
νὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς;
Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη.
Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη,
ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰ
ἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλα
τῶν λησμονητέων.
Βρέχει ἀπὸ χτές.
Ὅ,τι βλέπω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τοῦ ἑστιατορίου
θέλει νὰ χαθεῖ. Μὲ τὸ ζόρι συγκρατῶ ἀντίκρυ
τοὺς κίονες μὴν πέσουν τῆς Ἀθηνᾶς Προναίας
-νὰ προσέξω ὅταν θὰ καθαρογράφω αὐτὴ τὴ θέα
μὴ μὲ παρασύρει ὁ δαίμων τῆς συνήχησης
καὶ γράψω Προνέας. Θὰ ποῦν πὼς ξεναγῶ
στὰ ἐρείπια καθρέφτη.
Βρέχει. Καταφεύγουν στὸ ἑστιατόριο
μεγάλες παρέες θορύβων.
Συντοπῖτες, ἐραστὲς τῆς ἱστορίας, ζευγάρια
Ἐρωτευμένα –σπουδαστὲς τοῦ μέλλοντός τους
περιηγητικοὶ συνταξιοῦχοι,
ἀναπαλαιωτὲς τῆς ἀνίας οἰκογένειες
σωματεῖα πρόεδροι ὁμιλήτριες ἀνθοδέσμες.
Ρέουν ξένες γλῶσσες σὲ ποτηράκια τῆς δικῆς μας
ξιφομαχεῖ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα ἡ βροχὴ
καταβροχθίζοντας μερίδες συζητήσεων, μπουκάλια
κρασιοῦ ξελαιμιάζονται νὰ διηγοῦνται
ἀνέκδοτα ἀστεῖα σπᾶνε γέλια.
Οἱ σερβιτόρες ἐντυπώσεις πηδοῦν ἐκστασιασμένες
ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι
κραυγαλέα ἐπιδόρπια παραγγέλνει ἡ συντροφικότης.
Ἐνῷ ἐγὼ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωνα
μὲ τὸ ἕνα ἀπολλώνειο κουβέρ μου.

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.
Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.

ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη
γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία
ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση.
Ὅμως θὰ πρέπει νά ῾ταν ἄνοιξη
γιατὶ καὶ μέλισσες βλέπω
νὰ πετοῦν γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μνήμη,
μὲ περιπάθεια καὶ πίστη
νὰ συνωστίζονται στὸν καλύκά της.
Ἐκτὸς ἂν εἶναι ὁ ὀργασμὸς
νόμος τοῦ παρελθόντος,
μηχανισμὸς τοῦ ἀνεπανάληπτου.
Ἂν μένει πάντα κάποια γῦρις
στὰ τελειωμένα πράγματα
γιὰ τὴν ἐπικονίαση
τῆς ἐμπειρίας, τῆς λύπης
καὶ τῆς ποίησης.

ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ

ΙΙΙ
Ἀναστηλώνεται Νοέμβρης τῶν Δελφῶν.
Ἀπόβροχο στὶς μετῶπες τῆς ἀπορρόφησής του.
Σύννεφα ποὺ δὲν θὰ φύγουν μοιράζονται θρόνους.
Ζωφόροι φύλλων κίτρινων κοσμοῦν
Ἀντισεισμικὰ ἀνάκτορα ἀνέμων.
Πομπὴ σκαλοπατιῶν.
Προπορεύονται οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου, σαρκοφάγοι.
Ἀκολουθοῦν βασιλεῖς, προσκυνητὲς τῆς προφητείας
ἀρχηγοὶ πολέμων μὲ δῶρα ποὺ στέλνει ἡ φιλοδοξία
στοὺς μάντεις της, αἰῶνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι
μὲ τὶς ἐπαναλήψεις παλλακίδες τους.
Φρουρὰ τῆς ροῆς σωματοφύλακες ἑκατέρωθεν,
σαρκοφάγοι πάλι μὲ τὶς περικνημίδες τους
-τσουκνίδες καὶ ξερόχορτα.
Καθ᾿ ὁδόν, στέψη σκέψης
ποὺ ἔκανα γιὰ σένα, ἐπ᾿ ἀνδραγαθία:
μὲ τὴν ἀπουσία σου μεγάλωσες
ἐξάπλωσες τῶν ἀφανῶν τὶς κτήσεις.
Ταξιθέτριες πέτρες στὸ θέατρο.
Στὴ σειρὰ τῶν ἐπισήμων κάθονται θυμάρια.
Τζαμπατζῆδες θεατρόφιλοι βράχοι τριγύρω
κρέμονται σκαρφαλωμένοι στὸν ἀπόηχο.
Στὸν κορυφαῖο ρόλο της ἡ τραγῳδὸς αὐλαία.
Ἐνθουσιώδους παρακμῆς χειροκροτήματα,
μπιζάρουν μέλισσες κι ἄλλα βομβώδη
μελιστάλακτα κεντριά, αἰώρησης κάνιστρα
μὲ φρεσκοκομμένες πεταλοῦδες
ραίνουν τὴν πρωταγωνίστρια ἑρμηνεία μας.
Ψηλά, ἀπὸ τὸ στάδιο, ἐξακοντίζονται ἰαχὲς
κύκλοι δρομεῖς ἐπευφημοῦνται
νικητὴς ἀνακηρύσσεται
ἕνας ἕνας ποὺ κλείνει.
Ἐπακολουθῶ. Στέρνες βωμοὶ ἄδυτα θυσιῶν
ὑδραγωγεῖα κινήτρων, ἡ ἀρχαιότερη Πυθία:
ἡ σαρκοφάγος πάλι. Ἀλλὰ ἡ ζωὴ
τὸν ἀποφεύγει τὸν χρησμό της.
Στάση σκέψης ποὺ κάνω γιὰ ὅλες
τὶς σπασμένες ἀρτιότητες: «στὸ κάτω μέρος
μαρμάρινης τρεχούσης γυναικός»,
βῆμα ἀβοήθητο ποδιοῦ πρὸς χαμένο σῶμα,
μόνο ἡ κουλουριασμένη κίνηση
ἀνώνυμου νεκροῦ πολεμιστῆ
δίπλα σὲ ἀπόστρατη ἀσπίδα
καὶ «δούλης νεαρᾶς τὸ σπασμένο κάτοπτρο»
-τώρα πῶς θὰ καλλωπίζεται ἡ ὑποδούλωση.
Σφὶγξ καθρεφτίζει τὸ ἀναπάντητο.
Καντίνες. Κάτι γιὰ τὸ δρόμο. Σάντουιτς,
ἀναψυκτικά, ἐμφιαλωμένο λάλον ὕδωρ.
Μάρμαρα πάλι, ἀφιερώματα σὲ πέτρες
χαραγμένες. Δύσκολα διαβάζω.
Τὸ σκληρὸ ἔμαθα πὼς χαράζει
ἀλλὰ ὄχι πῶς χαράζεται.
Ἀργὰ συλλαβίζοντας ἀναστηλώνω
μόνον τὴ λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Ὄχι καὶ μόνο.
Ἀκουστὸ ἀνὰ τὸν κόσμο τὸ Ἐπτοήθη.
Μαντεῖο.
Γᾶς ὀμφαλός.
Δελφοί

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...
Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.
Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...
Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.
Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.
Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.
Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;
Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.
Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.

Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.
Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.
Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.
Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

ΓΡΑΜΜΑ

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ

Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.

ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ

Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό.
Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.
Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.
Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο
σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο.
Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμένα
μὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες.
Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης
τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;
Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα
- καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖ
καὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει.
Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώντας
ἕνα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην ἐπισκευή. Ἔχει σπάσει.
Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνει
καὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύει
καὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάει
ἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες,
γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλα
καὶ πικροπαπαροῦνες.
Καὶ γίνεται αἴφνης ἀνοιξιάτικος εὐδιάθετος
γραφικὸς αἰσιόδοξος ὁ τρόμος
γιὰ τὴν ἐρείπωση τῆς ἐγκατάλειψής μας.

EΡΕΒΟΣ

Σκύβοντας πάνω
ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση
στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.
Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,
θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους
θὰ κλαίει.

ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξία
νὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδας
ὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σου
μὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της.
Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή;
Ποιὰ πυροσβεστικὴ
ψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσα
σὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμα
θὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένο
σὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπεία
σὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά.
Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦ
δὲν ἔχω κάνει.

Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ

Τρισάγια κάθε τόσο
γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὑπηκοότητα νεκροῦ
στὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.
Ὕψιστε, τί ἐννοεῖς
ἄλλο νεκρὸς καὶ ἄλλο δοῦλος.
Κι ἀπὸ πότε ἐπιτρέπεται
νὰ κοιμοῦνται ἔτσι βαθιὰ
ἀτιμώρητοι οἱ δοῦλοι.
Τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.
Θέ μου, ἂν ἀπελευθερώνει ὁ θάνατος
ὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται παρήγορη
ἡ γλυκύτατη ἀβεβαιότης, ἐσὺ
γιατί τὸν θὲς ντὲ καὶ καλὰ δουλέμπορο;
Τὸν κεκοιμημένον.
Περὶ ὕπνου πρόκειται, Κύριε;
Μὰ τοῦ κολλάει ὕπνος τοῦ νεκροῦ
ἔτσι εὔκολα νυστάζει ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς;
Ἐδῶ ἐμεῖς, δοῦλοι τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκόμα
κι ὅμως ποιὸς κλείνει μάτι
ἂν δὲν τὸν νανουρίσει ὅπως ξέρει
μόνο ἡ γιαγιά του ἡ ἀβεβαιότης
μὲ τὴ γλυκεῖα της ρόδινη ἀφύπνιση.
Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινες
αὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺς
ἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος;

Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.
Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».
Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ

Βρέχει...
Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ
μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ―
μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ

Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Αὐτὴ τὴ μέρα
ἄφησε νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ τὴν ἱστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωῆς ἄνεμος εἶμαι
ποὺ νυχτώθηκα καὶ ἀπόμεινα σ᾿ ἕνα χθὲς ἀνάλγητο.
Ἔλα λοιπόν, καὶ μὲ τὰ μάτια σου,
ποῦ ῾ναι καταχνιὰ κι ἐνάστρωση,
τὸ σύθαμπο καὶ τὸ πρωὶ
σὲ μιὰν ἀλλόκοτη σύγκλιση,
ἀνάστειλε τὴ νύχτα μου.
Ἔλα
Κι ἂς εἶναι μοιραῖο πὼς ἀργότερα,
ὅταν ἀνάμεσά μας θ᾿ ἀναδεύεται,
σὲ ἀνυπόφορη μεγέθυνση,
τὸ μυστικό μας τ᾿ ἀδυσώπητο,
-πὼς σημερινοὶ εἴμαστε καὶ ξένοι-
μὲ τὸν ὑποβολέα τῆς πίκρας μου
παμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ ἀπαγγείλω πάλι
στὶς ὧρες τὶς ἀγέρωχες,
ποὺ ἀνεβασμένες στὶς σχεδίες τοῦ ἀνέκκλητου
πρὸς ἕνα ἀδηφάγο αὔριο θὰ λάμνουν.

ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ

Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.
Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
Καὶ διαψεύδομαι.

ΠΕΡΑΣΑ

Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.
Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.

ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ

Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου.
Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράσταση
βλέπω τί παίζεται πλαγίως
ἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζει
τὴν ἀναμονή.
Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶ
παπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς.
Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονται
διπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι.
Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιου
ἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ.
Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολα
μὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια.
Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰ
στὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εὕρημα στεριανό.
Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνει
βίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνία
φύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸν
ὀλοφυρμό. Γιὰ λίγο
καταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπου
μισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνω
κάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲς
σὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουν
ἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη.
Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι
οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.
Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ

Σκορπίζουν
τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ
πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς
χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.
Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχα
ὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.
Ἂς παραδοθεῖ.
Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.
Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια
ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.
Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα
ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ
μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.
Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε
ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ
ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα
ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα
ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση
κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.
Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ
Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπη
ἂς παραδοθεῖ.
Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε
εἶναι ἡ ἀπουσία μας.

ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ

Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.
Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948

Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.
Στὸ ἄλλο χέρι
κρατῶ πέτρα.
Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.
Ὑπόνοια καμιὰ
ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
προγεύομαι ἄμυνες.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε ἄγνοια κάποτε.
Χαμογελῶ.
Ἡ καμπύλη του χαμόγελου,
τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
ἕτοιμο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Καὶ προδιάθεση νίκης.
Τὸ βλέμμα βυθισμένο
στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:
τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ
τῆς προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.
Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
σύντροφός μου ἢ καταδότης.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.
Σὺ δὲν φαίνεσαι.
Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
κρατώντας λουλούδι
καὶ χαμογελώντας,
θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
ζωὴ πέρασες κάποτε.


Μια ποιήτρια εξομολογείται

Η Κική Δημουλά μιλάει για τον έρωτα, τον θάνατο και την ποίηση σ' ένα ντοκιμαντέρ της Κατερίνας Πατρώνη
«Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο. Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα. Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο. Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ' ένα πολύ γόνιμο παράπονο... Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως! Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της. Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ' αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα...».
«Μ' άρεσε τότε που ζούσε ο Αθως και πηγαίναμε διάφορες εκδρομές με το αυτοκίνητο. Ηταν από τις ιδανικές στιγμές. Το ότι υπάρχει ένας άλλος δίπλα σου, ότι ερήμην του σκέφτεσαι και δημιουργείς είναι πάρα πολύ σπουδαίο» εξομολογείται η Κική Δημουλά στην κάμερα της Κατερίνας Πατρώνη. «Μ' άρεσε τότε που ζούσε ο Αθως και πηγαίναμε διάφορες εκδρομές με το αυτοκίνητο. Ηταν από τις ιδανικές στιγμές. Το ότι υπάρχει ένας άλλος δίπλα σου, ότι ερήμην του σκέφτεσαι και δημιουργείς είναι πάρα πολύ σπουδαίο» εξομολογείται η Κική Δημουλά στην κάμερα της Κατερίνας Πατρώνη. Τα λόγια ανήκουν στην Κική Δημουλά. Την πιο καταξιωμένη και την πιο δημοφιλή ελληνίδα ποιήτρια της εποχής μας, από το «παράπονο» και την «ήττα» της οποίας αναβλύζουν στίχοι με τη δύναμη που έχουν οι χρησμοί. Την ακαδημαϊκό που, σε λίγες μέρες, θα παραλάβει στο Στρασβούργο το φετινό Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, εν αναμονή και μιας ανθολογίας του «Γκαλιμάρ», όπου θα συνυπάρχει με την Σαπφώ, την Μπράουνινγκ, την Ντίκινσον, την Αχμάτοβα, την Τσβετάγιεβα, την Σίλβια Πλαθ... Τι παραπάνω, άραγε, θα είχε να εξομολογηθεί για την τέχνη της, τον έρωτα, τον φόβο του θανάτου, απ' όσα διοχετεύει στο έργο της εξήντα χρόνια κοντά;
Η απάντηση κρύβεται στις «Συναντήσεις με την Κική Δημουλά» της Κατερίνας Πατρώνη. Μια συμπαραγωγή του «Περίπλου», του ΕΚΚ, της ΕΡΤ και του «Ικάρου» που -ελλείψει κινηματογραφικού νομοσχεδίου- απέχει από το επικείμενο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ενα ωριαίο ντοκιμαντέρ χωρίς στολίδια, χωρίς μαρτυρίες τρίτων και μ' ελάχιστα εξωτερικά πλάνα, με την κάμερα προσηλωμένη στο πρόσωπο της ποιήτριας που, μ' ένα τσιγάρο μονίμως στο χέρι, μιλάει, στοχάζεται, ονειροπολεί.
«Πολύ γρήγορα», λέει η Πατρώνη, «ένιωσα μαζί της οικειότητα που μ' άλλους ανθρώπους μπορεί να διανύσεις μια ζωή και να μην την βρεις... Ηξερα ότι ήθελα να κάνω μια ταινία με τη Δημουλά, όχι για τη Δημουλά. Ηταν ένα πρόσωπο που πάντα με προκαλούσε να το ψάξω. Οι συναντήσεις μας ήταν σποραδικές σ' όλη τη διάρκεια του 2009, και οι κουβέντες μας, αμοιβαίες εξομολογήσεις για θέματα που ενδιαφέρουν και τις δυό μας». Γύρω στα Χριστούγεννα, η ταινία θα κυκλοφορήσει σε DVD από τον «Ικαρο». Κι ώσπου να προβληθεί στην Αθήνα, τον Απρίλιο, ιδού μιά γεύση από το περιεχόμενό της.
*Ολα, αφορμές για ένα ποίημα
«Οταν κάποιος με απορρίπτει, δεν ρίχνω το φταίξιμο σ' αυτόν. Λέω πως είμαι προς απόρριψιν. Αυτό λέγεται ηττοπάθεια. Είναι πραγματικό; Ή είναι κάτι που το επιτρέπω να συμβαίνει γιατί μου δίνει αφορμές να ξεσηκώνομαι, να ψάχνομαι, ν' αναστατώνομαι; Σαν όλη η ανθρωπότης να περιμένει να της δώσω τα συμπεράσματά μου περί του τι είμαι! Αλλά δεν περιμένει καμιά ανθρωπότης να της δώσω τα συμπεράσματά μου (...) Επομένως, είναι ένα νοσηρό σύμπτωμα που το πολύ, πολύ, στο κουτρουβάλιασμά του μέσα, να φέρει στην επιφάνεια το μισοπτώμα κάποιου στίχου που εγώ τραβάω έξω από την αμμουδιά και του δίνω το φιλί της ζωής (...)
Βλέπω ότι συνεχώς μετακινώ μια πέτρα... Ενώ έχω τόσο πολύ αίσθημα και τόσο πολύ σπαραγμό μέσα μου, δεν ξέρω γιατί το μεταφορικόν τους μέσον προς τα έξω είναι ένας μηδενισμός. Δεν έχω κανένα λόγο να είμαι απελπισμένη. Δεν είμαι απελπισμένη. Εχω όμως ένα συνεχώς δυσάρεστο προαίσθημα για την πορεία των πραγμάτων. Κι αυτό με κάνει να είμαι τόσο πικρόχολη και σαρκαστική -προ πάντων απέναντί μου.
Ισως να μην ήταν πολύ ελεύθερη η ζωή μου ώστε να τη δω κάτω από ποικίλο φωτισμό. Επειτα, υπάρχει και μία κληρονομικότης που μπορεί να έχει βαρύνει πάνω στα ποιήματα. Στο πατρικό μου σπίτι δεν υπήρξε ποτέ μα ποτέ μία χαρούμενη ατμόσφαιρα. Χωρίς κανείς να διανοηθεί να την ανατρέψει. Είχα μία μητέρα η οποία θρηνούσε για τον τρόπο της ζωής της, δεν τον διατάραξε όμως ποτέ παρά μόνον με τη διαμαρτυρία της. Δεν διέφερα πολύ... Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να πω ότι πάρα πολλά από αυτά που έζησα, ή μάλλον αισθάνθηκα, τα αισθάνθηκα για να τα χρησιμοποιήσω για την ποίηση. Συμβαίνει στους ποιητές που δεν έχουν φλέβα ποιητική, είναι οι λεγόμενοι βιωματικοί».
*Για τον έρωτα
«Οφείλει κανείς να ζει ένα πράγμα με την ένταση που του προκαλεί, κι ας βλάπτει το δεσμό αυτή η μονομερής ένταση. Κατά τη γνώμη μου, βλάπτεται ο δεσμός από το ότι το ένα μέρος παραπροσφέρει, παραπροσφέρεται, παρά είναι παράφορο. Αλλά είναι και τόσο απίθανο να συμπέσουν οι βαθμοί του αισθήματος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, παρά ενδεχομένως για μία μόνο στιγμή. Από εκεί και πέρα έχουμε χάσματα κι αυτό βοηθάει στο να μεγαλώνει το αίσθημα του ενός, να μικραίνει του άλλου, και να γίνεται αυτό το συναρπαστικό είτε παιχνίδι, είτε κυνηγητό, είτε μαρτύριο, αλλά οπωσδήποτε συναρπαστικό!
Τώρα, αν με ρωτήσετε από πού έχω βγάλει αυτά τα συμπεράσματα, και από πόσα όρη και βουνά ερώτων πέρασα κι ανεβοκατέβηκα, θα σας πω ελάχιστα... Αλλά έχω μια εμμονή με το θέμα και την αξία του, και το γεγονός ότι δεν το εξήντλησα, δεν το έζησα όσο έπρεπε, όσο το ήθελα κι όσο ήμουν προορισμένη ίσως να το ζήσω, μ' έχει κάνει να αισθάνομαι ολίγον μελετήτρια του πράγματος σαν να έχω μία πείρα (...) Το απεσταγμένο κέρδος αυτής της ιστορίας, είναι του ενός ο βασανισμός. Εκεί έχω καταλήξει κι έχω ευφρανθεί κάμποσο από ένα τέτοιο βάσανο...»
*Ιδανικές στιγμές
«Μ' άρεσε τότε που ζούσε ο Αθως (σ.σ.: ο επί τριάντα χρόνια σύντροφός της, ποιητής Α. Δημουλάς) και πηγαίναμε διάφορες εκδρομές με το αυτοκίνητο. Ηταν από τις ιδανικές στιγμές. Το ότι υπάρχει ένας άλλος δίπλα σου, ότι ερήμην του σκέφτεσαι και δημιουργείς, είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Είχα πολλές φορές σκεφτεί ότι κλέβοντας από την προσοχή του άλλου, κλέβοντας από την άγνοιά του, δημιουργείς. Το ένιωθα με τον Αθω. Τον ευχαριστούσε να το κάνω, βέβαια. Δεν τον ενημέρωνα αλλά δεν με διέκοψε και ποτέ μαντεύοντας! Ναι, μου είναι αλησμόνητη η σιωπή μέσα στο αυτοκίνητο, ο καθρέφτης δεξιά απ' όπου περνούσαν αποκεφαλισμένα τα τοπία, έχω πολλές εικόνες ακόμα. Αλλά δεν είμαι πια, εδώ και πολλά χρόνια, τρυφερή. Και φοβάμαι ότι αυτό, μάλλον το έκανε ο θάνατος του Αθου. Πολύ το φοβάμαι...»
*Η άλυτη απορία του θανάτου
«Το τίποτα είναι ένα όνειρο. Αμα τελειώνουμε, να τελειώνουμε. Τελεία και παύλα, όχι αποσιωπητικά. Φαντάσου να είναι ένα τίποτα που σε σημαδεύει κιόλας! Να έχει συνείδηση αυτό το τίποτα! Εκτός κι αν δεν υφίσταται ποτέ ψυχή κι έχουμε ένα σώμα που προσποιείται ότι έχει ψυχή. Εγώ θεωρώ παρά πολύ πονηρό το σώμα, και περιεκτικότατο και εφευρετικότατο. (...) Η ιδέα της ταφής και της εκταφής με τρελαίνει (...) Δεν πιστεύω καθόλου ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο χώμα, διότι δεν μου απέδειξε κανείς μέχρι τώρα ότι είναι ένα χώμα. Πρέπει να μου το αποδείξει. Και τότε θα υποταγώ, θα το δεχτώ (...) Δεν λέω ότι δεν είναι ωραία η ζωή. Λέω ότι είναι πάρα πολύ ωραία επειδή πρόκειται να τη χάσουμε. Μόνο γι' αυτό. Κι ο έρωτας γι' αυτό είναι ωραίος, επειδή τελειώνει. Ομως η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ. Κάποτε σταματάει ο ποιητής, αλλά έχει διάδοχο. Κι η ιστορία συνεχίζεται...» *
WWW
« on: 21 Jan, 2007, 21:28:43 »

Κική Δημουλά



Η Κική Δημουλά είναι Ελληνίδα ποιήτρια, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Ποίησης.

Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζεί. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.

Τιμήθηκε το 1972 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Η Association Capitale Européenne des Littératures έχει ήδη αναγγείλει τη βράβευσή της, τον Μάρτιο του 2010, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά.

Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:


Συνεντεύξεις και άλλα

Σύνδεσμοι

http://www.translatum.gr/forum/index.php?PHPSESSID=093e2a61fa13daf3658539b40a9e8f91&topic=7084.0#ixzz26WZO8p5G

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

συνέχεια σε ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ (μη υποδειγματικές) απαντήσεις σε μελέτες περίπτωσης για υποψηφίους Διευθυντές Σχολικών μονάδων.

ΤΡΙΤΗ συνέχεια σε ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ (μη υποδειγματικές) απαντήσεις σε μελέτες περίπτωσης για υποψηφίους Διευθυντές Σχολικών μονάδων.

“Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου. Ελλάς γαρ μόνη ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και Βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμην.”