Αφιέρωμα του Βήματος στον Τάκη Κατσουλίδη.
Ο άνθρωπος που τρέφεται με γράμματα
Ο χαράκτης Τάκης Κατσουλίδης σχεδιάζει ελληνικές γραμματοσειρές.
Και στο Μουσείο Μπενάκη οι μαθητές- συνεχιστές, από τη Σχολή Γραφιστικής του ΤΕΙ Αθήνας, οργανώνουν έκθεση για τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής πορείας του
της ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΡΜΟΥ | Αθήνα - Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010
Ψηλά από το τελευταίο κατοικημένο όριο του Υμηττού η θάλασσα φαίνεται στο βάθος να απλώνει τα γράμματά της με νωχέλεια: το θήτα, το άλφα, το λάμδα, πάλι το άλφα... Δεν είναι περίεργο. Στο σπίτι του Τάκη Κατσουλίδη μιλούν πολύ για γράμματα. Για τη μορφή και το σχήμα τους, για τις συνθέσεις που φτιάχνουν τις λέξεις, για τη συμπεριφορά, ακόμη και για τις... αντιδικίες τους αν τύχει να βρεθούν σε λάθος θέση. Γιατί «τα γράμματα δεν πρέπει να μειώνουν το ένα το άλλο, το καθένα οφείλει να έχει αυτοτέλεια αλλά και να συνεργάζεται αρμονικά με το διπλανό του» λέει ο ίδιος. Και παρ΄ ότι είναι παράξενο να αναφέρεται κανείς σε κάποια σχέδια σαν είναι ζώντες οργανισμοί, που κινούνται και αναπνέουν, στην περίπτωσή του όλα αυτά μοιάζουν φυσικά. Χαράκτης και ζωγράφος με σημαντικό έργο πίσω του αλλά και δάσκαλος τυπογραφίας για τους περισσότερους που διαπρέπουν σήμερα σε αυτόν τον χώρο, ο Τάκης Κατσουλίδης είναι επίσης ο καλλιτέχνης- ο μόνος στην Ελλάδα- που έχει σχεδιάσει δέκα γραμματοσειρές με τις οποίες εκδόθηκαν λευκώματα, βιβλία, περιοδικά, ακόμη και μια εφημερίδα. Η αρχή αυτής της σχέσης με τα γράμματα πηγαίνει πολύ πίσω, όταν ήταν μαθητής του μεγάλου χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού και στη συνέχεια του διάσημου γάλλου δημιουργού γραμμάτων Αντριάν Φρούτιγκερ. Πρόκειται για την «Περιπέτεια ενός καλλιτέχνη στα πελάγη της ελληνικής τυπογραφίας», όπως είναι ο επεξηγηματικός τίτλος της έκθεσης του Κατσουλίδη «Το σχέδιο του γράμματος», που θα εγκαινιασθεί στις 23 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη. «Ξέρετε ότι τυπώνεστε με γράμματα του 1860;». Αυτή ήταν η ερώτηση που είχε απευθύνει ο Τάκης Κατσουλίδης το 1986 προς το Εθνικό Τυπογραφείο για να πάρει όμως μια απάντηση καθ΄ όλα αποθαρρυντική. Οχι, δεν το ήξεραν. Αλλά και δεν ενδιαφέρονταν. «Η αισθητική της ελληνικής τυπογραφίας στην Ελλάδα παραμένει αυτή του 19ου αιώνα, ο εκσυγχρονισμός αφορά μόνον τις μηχανές που εισάγονται,όχι όμως και τα γράμματα που χρησιμοποιούμε» λέει ο ίδιος. Αλλωστε και αυτά τα γράμματα από ξένους χαράκτες έχουν σχεδιαστεί. Σπουδαίους στον καιρό τους πλην γνώστες της λατινικής αλφαβήτου και όχι της ελληνικής.
Στο εργαστήρι του χαράκτη μέσα σε έναν κόσμο σχεδίων, χρωμάτων, ζωγραφικών έργων, τα γράμματα μοιάζει να βρίσκονται παντού. Κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά, αφού σκόρπιες σελίδες με τα διάφορα στάδια σχεδίασης των γραμμάτων, ολόκληρες γραμματοσειρές, κείμενα σε διαφορετικούς τύπους καταλαμβάνουν τον χώρο. Και ανάμεσα σε όλο αυτό το υλικό ορισμένα λευκώματα που τυπώθηκαν με δικές του γραμματοσειρές. Οπως το «Ημικύκλιο» του Ρίτσου (με τα Κατσουλίδης ), η «Γένεσις» (με τα Γένεσις ), «Η Μάνη» (με τα GFS Βodoni ), Πατρίκιος ( Κατσουλίδης ), «Ασμα Ασμάτων» ( Αυτοκρατορικά ).
Καθισμένος στο γραφείο του ο Τάκης Κατσουλίδης σχεδιάζει τα γράμματα με το χέρι, γιατί όπως λέει «Τα γράμματα είναι ζωντανά. Οταν σχεδιάζονται με όργανα στεγνώνουν, χάνουν τη ζεστασιά τους». Αλλωστε η σχεδίαση του τυπογραφικού γράμματος υπόκειται σε αισθητικούς κανόνες που συνυπάρχουν με τις οπτικές εμπειρίες του δημιουργού. Το μάτι είναι το τέλειο όργανο που όταν ασκηθεί μπορεί να διορθώνει την εικόνα. «Το μυστικό ενός πετυχημένου αλφαβήτου βρίσκεται στον συνδυασμό της τελειότητας των γραμμάτων, της αντίθε σης μεταξύ τους αλλά και της συγγένειάς τους» επισημαίνει ο ίδιος.
Στο Μουσείο Μπενάκη τα 50 χρόνια της πορείας του Τάκη Κατσουλίδη στην τέχνη συνδυάζονται με την περιπέτεια του τυπογραφικού σχεδιασμού μέσα από πρωτότυπα σχέδια, σελίδες καλλιτεχνικών εκδόσεων, πρακτικά παραδείγματα. Την οργάνωσή της άλλωστε ανέλαβαν αγαπημένοι μαθητές του από το Τμήμα Γραφιστικής της Σχολή Γραφικών Τεχνών του ΤΕΙ Αθήνας μαζί με τον Δημήτρη Θ. Αρβανίτη.
«Η ομορφιά μιας γραφής δεν εξαρτάται μόνον από την ομορφιά των γραμμάτων της αλλά και από την εντύπωση που δίνουν στο σύνολο. Οι πιο ωραίες οικογένειες είναι αυτές που δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο:το μαύρο των γραμμάτων, οι αποστάσεις, τα διαστήματα, οι απολήξεις των χαρακτήρων και οι καμπύλες τους» καταλήγει.
ΚΑΝ΄ ΤΟ ΟΠΩΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
Γραμματοσειρές του Τάκη Κατσουλίδη σε ψηφιακή μορφή θα βρείτε στους ιστότοπους: Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων www.greekfonts society.gr και Ελληνική Ψηφιακή Τυποθήκη www.fonts.gr
«Στα δικά μου γράμματα δεν υπάρχει ευθεία, είναι όλα καμπύλα» λέει ο Τάκης Κατσουλίδης.Πρόκειται για αποτέλεσμα της «οπτικής διόρθωσης»,όπως λέγεται,την οποία έκαναν και οι αρχιτέκτονες του Παρθενώνα! «Οι κίονές του είναι ελαφρά διογκωμένοι προς τα έξω για να φαίνονται ευθείς,επειδή κατατρώγονται από το φως αλλά δεν έχουν και ίσες αποστάσεις μεταξύ τους.Το δάπεδο είναι ελαφρά κυρτό προς τα πάνω για να φαίνεται οριζόντιο.Οι αρχιτέκτονες της εποχής δηλαδή είχαν παρατηρήσει ορισμένες παραμορφώσεις που παρουσίαζαν τα κτίρια,καθαρά φαινομενικές βέβαια, τις οποίες προσπάθησαν να συγκαλύψουν κάνοντας διορθώσεις, που ονομάζονται οπτικές διορθώσεις.Αυτές που είναι απαραίτητες και στον σχεδιασμό των γραμμάτων».
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Απρόσμενη συμφωνία μεταξύ γραμμάτων και αρχιτεκτονικής στην εξέλιξή τους μέσα στους αιώνες βλέπει ο Τάκης Κατσουλίδης διατυπώνοντας τη θεωρία της αλληλεπίδρασής τους.«Στις γωνίες του Παρθενώνα μπορεί να αναζητήσει κανείς τα γράμματα της κλασικής εποχής.Στα ημικυκλικά τόξα της Αγίας Σοφίας τα γεμάτα καμπύλες γράμματα των Βυζαντινών.Και αντίστοιχα στα οξυκόρυφα τόξα του γοτθικού ρυθμού βρίσκουν παραλληλία τα “συνωστισμένα” όρθια γράμματα της Δύσης» όπως λέει.
Η εξήγηση φαίνεται απλή: οι ελληνικές επιγραφές χαράχτηκαν σε πέτρα με ευθείες ισόπαχες γραμμές,όπως υπαγορεύει αυτό το σκληρό υλικό και το αποτέλεσμα θυμίζει την αρχιτεκτονική των αρχαίων ναών.Αντίθετα,αποθέωση της καμπύλης που βγαίνει από το χειρόγραφο είναι η βυζαντινή γραφή.Με την κλίση που παίρνει το καλάμι του γραφέα,τη στάση του,τη θέση του παπύρου και τη λεία επιφάνειά του το γράψιμο διευκολύνεται και τα γράμματα γίνονται πιο στρογγυλά.
Μουσείο Μπενάκη, Νέο Κτίριο (Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, τηλ. 210 345 3111). Τάκης Κατσουλίδης «Το σχέδιο του γράμματος».
Διάρκεια 23.09- 24.10.
©2008 Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. powered by NETVOLUTIONΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Απρόσμενη συμφωνία μεταξύ γραμμάτων και αρχιτεκτονικής στην εξέλιξή τους μέσα στους αιώνες βλέπει ο Τάκης Κατσουλίδης διατυπώνοντας τη θεωρία της αλληλεπίδρασής τους.«Στις γωνίες του Παρθενώνα μπορεί να αναζητήσει κανείς τα γράμματα της κλασικής εποχής.Στα ημικυκλικά τόξα της Αγίας Σοφίας τα γεμάτα καμπύλες γράμματα των Βυζαντινών.Και αντίστοιχα στα οξυκόρυφα τόξα του γοτθικού ρυθμού βρίσκουν παραλληλία τα “συνωστισμένα” όρθια γράμματα της Δύσης» όπως λέει.
Η εξήγηση φαίνεται απλή: οι ελληνικές επιγραφές χαράχτηκαν σε πέτρα με ευθείες ισόπαχες γραμμές,όπως υπαγορεύει αυτό το σκληρό υλικό και το αποτέλεσμα θυμίζει την αρχιτεκτονική των αρχαίων ναών.Αντίθετα,αποθέωση της καμπύλης που βγαίνει από το χειρόγραφο είναι η βυζαντινή γραφή.Με την κλίση που παίρνει το καλάμι του γραφέα,τη στάση του,τη θέση του παπύρου και τη λεία επιφάνειά του το γράψιμο διευκολύνεται και τα γράμματα γίνονται πιο στρογγυλά.
Μουσείο Μπενάκη, Νέο Κτίριο (Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, τηλ. 210 345 3111). Τάκης Κατσουλίδης «Το σχέδιο του γράμματος».
Διάρκεια 23.09- 24.10.
Η αρχιτεκτονική του αλφαβήτου
Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr)
Τι κι αν ζούμε στην κυριαρχία της εικόνας; Γράμματα υπάρχουν γύρω μας παντού, κι όχι μόνο στις σελίδες των βιβλίων, των εφημερίδων, των περιοδικών. Οταν ο Τάκης Κατσουλίδης (επάνω με τον Γ. Ρίτσο) φιλοτεχνούσε τη γραμματοσειρά «Απολλώνια», αφιέρωνε μέρες για να σχεδιάσει ένα ζ στο χαρτί. Οι σημερινοί γραφίστες, όμως, εκμεταλλεύονται τις άπειρες δυνατότητες των κομπιούτερ Υπάρχουν στα εισιτήρια του μετρό και στις διαφημιστικές αφίσες, στις πινακίδες των δρόμων και στις επιγραφές των μαγαζιών, στα κρόουλ των τηλεοπτικών ειδήσεων και στους υπότιτλους των ταινιών, στις οθόνες των υπολογιστών και των κινητών μας τηλεφώνων, για να μην αναφερθούμε στους τόνους εγγράφων της δημόσιας διοίκησης... Το θέμα είναι τι είδους γράμματα είναι αυτά. Με τι κανόνες έχουν σχεδιαστεί; Πόσο εύκολα διαβάζονται; Και κατά πόσο αντανακλούν το επίπεδο της μόρφωσης και του αισθητικού μας πολιτισμού;
Μια έκθεση που θα φιλοξενείται από τις 24 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη, στο κτήριο της οδού Πειραιώς, δίνει αφορμή να προβληματιστούμε γύρω από την τέχνη της ελληνικής τυπογραφίας, την παράδοσή της, το σημερινό της πρόσωπο αλλά και το ηλεκτρονικό της μέλλον, αποκαλύπτοντάς μας την πενηντάχρονη περιπέτεια του χαράκτη και ζωγράφου Τάκη Κατσουλίδη μέσα στους δαιδάλους του τυπογραφικού σχεδιασμού.
Στο «Σχέδιο του γράμματος», όπως είναι ο τίτλος της, δανεισμένος από το μοναδικό στη βιβλιογραφία μας έργο του Κατσουλίδη με τα μυστικά της τέχνης του (εκδ. Καστανιώτη), θα παρουσιαστούν οι δέκα ελληνικές γραμματοσειρές που δημιούργησε αυτός ο πολυπράγμων μαθητής του Γιάννη Κεφαλληνού, καθώς και το σύνολο των λευκωμάτων που δημοσίευσε χρησιμοποιώντας κάθε μία από αυτές. Μια πολύτιμη κληρονομιά για τους γραφίστες που πήραν από εκείνον τη σκυτάλη, ανάμεσα στους οποίους και οι δυο επιμελητές της έκθεσης, ο Δημήτρης Αρβανίτης και ο Παναγιώτης Χαρατζόπουλος.
Γλυπτική στο χαρτί
«Γεμάτος εμπειρίες, γνώση και μαστοριά, ο Κατσουλίδης δεν είναι ένας σχεδιαστής αλφαβήτου που μας προτείνει προϊόντα», επισημαίνει ο Αρβανίτης. «Είναι ο ίδιος πολιτισμικό αγαθό. Οι σχεδιαστικές του προτάσεις δεν μεταφέρουν την ιστορική γνώση αντιγράφοντας μονοδιάστατα τους χαρακτήρες και τα σύμβολα. Θα έλεγα ότι λειτουργεί σαν "καθηγητής σωματικής αγωγής" που προσπαθεί να πλάσει το σώμα των γραμμάτων και να κάνει το καθένα από αυτά να κινείται, ν' αναπνέει, να ζει και να δονείται. Οταν δεν τα καλεί να συνταχθούν σε "σώμα", φανερώνουν τη μοναδική εκπαίδευση που τους έχει προσφέρει».
Αμύητοι στους κανόνες της τυπογραφίας, οι περισσότεροι από εμάς δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα σε άλλου τύπου γραμματοσειρές. Οι επαγγελματίες ωστόσο του χώρου, πόσο μάλλον μερακλήδες σαν τον Κατσουλίδη που κάνουν γλυπτική πάνω στο χαρτί, το ξέρουν καλά: και η πιο μικρή παραμόρφωση ενός γράμματος μπορεί να καταστρέψει την καθαρότητα ενός μηνύματος. Κι εξίσου καλά γνωρίζουν ότι η ομορφιά μιας γραφής δεν εξαρτάται μόνο από την ομορφιά των γραμμάτων ως μεμονωμένων συμβόλων αλλά και από την εντύπωση που δίνουν συνολικά.
Γεννημένος στη Μεσσήνη το 1933, ο Τάκης Κατσουλίδης έπιασε να σχεδιάζει γράμματα για ταμπέλες καταστημάτων μαθητής γυμνασίου ακόμη - «για το χαρτζιλίκι μου». Κι αργότερα όμως, φοιτητής στην ΑΣΚΤ, ακολουθώντας την προτροπή του Κεφαλληνού, πάνω στις ταμπέλες κάρφωνε τη ματιά του για να τις συγκρίνει και να εντοπίζει τα λάθη τους. Τις αδυναμίες ωστόσο της ελληνικής τυπογραφίας άρχισε να τις συνειδητοποιεί τα χρόνια του 1960: «Στη Σχολή Δοξιάδη, όποτε έδινα στους μαθητές μου να σχεδιάσουν αφίσες, βάζανε κατά κανόνα λατινικά πεζά γράμματα αντί για ελληνικά. Γιατί; απορούσα. Επειδή είναι πιο ωραία, μου έλεγαν. Και πράγματι, ήταν πιο αρχιτεκτονημένα...».
Αυτές τις αδυναμίες τις συνειδητοποίησε ακόμα καλύτερα στο Παρίσι, ενώ μαθήτευε πλάι στον φημισμένο δημιουργό γραμματοσειρών Φρούντιγκερ στην Ecole Estienne. «Από τότε φιλοδοξούσα να δημιουργήσω ελληνικά αλφάβητα κι εγώ. Ωσπου είκοσι χρόνια αργότερα, αρχές της δεκαετίας του '80, αποφάσισα ότι θα κάνω δυο εκθέσεις ζωγραφικής λιγότερες, αλλά θ' ασχοληθώ επιτέλους με τα γράμματα...» Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια που οδήγησε στην πρώτη του γραμματοσειρά, την «Απολλώνια», που, όπως θα φανεί και στην έκθεση στο Μπενάκη, μόνο απλή δεν ήταν τελικά. Γιατί το ελληνικό αλφάβητο χαρακτηρίζεται από πολλά «παράξενα παιδιά» - το ζ, το ξ, το λ, το φ, το ψ, το ω- που με την επανάληψή τους μέσα στη σελίδα, αν δεν είναι σοφά σχεδιασμένα, εύκολα βλάπτουν την αισθητική και την αναγνωσιμότητα.
Πειραματισμοί στο κομπιούτερ
Σήμερα πια δεν απαιτούνται βδομάδες ολόκληρες για να σχεδιαστεί ένα «ζ» στο χαρτί. Το κομπιούτερ επιτρέπει στον γραφίστα να πειραματιστεί εκ του ασφαλούς με τις καμπύλες και να τεστάρει αμέσως στην οθόνη του και τα πιο εντυπωσιακά οπτικά εφέ. «Αυτό που δεν πρέπει να μας διαφεύγει», λέει ο Κατσουλίδης, «είναι ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν είναι παρά ένα εργαλείο με άπειρες δυνατότητες, που μπορεί να ενσαρκώσει μια ιδέα, ένα προσωπικό όραμα, όταν αυτό υπάρχει φυσικά». Κι απ' τη μεριά του, μολονότι αναγνωρίζει ότι η ελληνική τυπογραφία έχει βελτιωθεί, «ένα πολύ αυστηρό μάτι», όπως λέει, «θα έβρισκε άχρηστες για τα δικά μας δεδομένα τις περισσότερες από τις τριακόσιες γραμματοσειρές που βρίσκονται ενσωματωμένες στα κομπιούτερ, στη διάθεση του οποιουδήποτε...»
Ετσι αυστηρός εμφανίζεται ο Δημήτρης Αρβανίτης, μιλώντας γενικότερα για το εγχώριο τυπογραφικό τοπίο: «Παρ' όλες τις εξελίξεις και τις εμπειρίες», υποστηρίζει, «δεν κατορθώσαμε να συγκροτήσουμε ένα πρόσωπο τυπογραφικής εμφάνισης που να μπορεί να δηλώσει ένα ισχυρό παρόν. Εξακολουθούμε να εργαζόμαστε πάνω σ' ένα νέο τυπογραφικό ήθος διαμορφωμένο από την άγνοια και στηριγμένο στην αυθαιρεσία. Η είσοδος της φωτοσύνθεσης έβγαλε έξω από το παιχνίδι σχεδόν στο σύνολό της την επαγγελματική τάξη των τυπογράφων, καταλαμβάνοντας αμαχητί και το τελευταίο οχυρό της τυπογραφίας, αυτό της τέχνης του βιβλίου. Κι ενώ στη συνέχεια οι υπολογιστές οικιακής χρήσης αντικατέστησαν τη γραφομηχανή, δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τη διαδικασία σύνθεσης και μορφοποίησης τυπογραφικού λόγου. Σήμερα ο καθένας είναι δυνάμει τυπογράφος, αφού ένας φτηνός λέιζερ μπορεί ν' αναπαράγει έντυπα εξυπηρετώντας τις ανάγκες του χρήστη του».
Κάπως έτσι πέρασε στη συλλογική συνείδηση ότι... οι γραμματοσειρές φυτρώνουν στα δέντρα. «Λίγοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για προϊόν λογισμικού κώδικα που συνιστά ταυτόχρονα και καλλιτεχνικό δημιούργημα», συμπληρώνει ο Παναγιώτης Χαρατζόπουλος, από τη νεότερη γενιά σχεδιαστών. Οπως εξηγεί, «η τυπογραφία εξελίσσεται παράλληλα με την τεχνολογία. Και δεδομένου ότι το κάθε μέσο υπαγορεύει και το σχεδιασμό της γραμματοσειράς, εκείνες που προορίζονται αποκλειστικά για την οθόνη θα εκφράζουν καλύτερα αυτήν την ιδαιτερότητα. Η αύξηση της ανάλυσης στην οθόνη του κουμπιούτερ, εν τούτοις, μας επιτρέπει να διαβάζουμε καλύτερα όχι μόνο τις απλές γραμματοσειρές αλλά και τις ανισοπαχείς του Κατσουλίδη που καθώς σχεδιάστηκαν για το χαρτί, πάνω σ' αυτό αποδίδουν καλύτερα. Μ' άλλα λόγια, γραμματοσειρές που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στα έντυπα, μπορούν κάλλιστα να επιβιώσουν και στο ψηφιακό περιβάλλον».
Ιδρυτικό μέλος της γραφιστικής ομάδας Cannibal, ο Χαρατζόπουλος βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με το εξής παράδοξο. Από τη μια, έλληνες πελάτες, από το χώρο των περιοδικών συνήθως, του ζητούν ένα δικό μας «μπάσταρδο» αλφάβητο που θα μιμείται άκριτα το εγγλέζικο ή το ισπανικό. Κι από την άλλη, ξένοι πελάτες, από πολυεθνικές εταιρείες ή και από πανεπιστημιακά ιδρύματα, του παραγγέλνουν... «εξωτικούς», όπως λέει, ελληνικούς χαρακτήρες σαν αυτούς του 18ου αιώνα! Τα παραπάνω, ωστόσο, είναι ίσως... ψιλά γράμματα μπροστά «στην οπτική ρύπανση που βιώνουμε καθημερινά», αρχής γενομένης «από τις χιλιάδες πινακίδες σήμανσης στους δρόμους, δίχως την παραμικρή τυπογραφική ταυτότητα, που δημιουργούν μιά αίσθηση χάους και ακαταστασίας».
Οπως το θέτει από τη μεριά του ο Δημήτρης Αρβανίτης, «ό,τι γίνεται αντιληπτό από την όραση και εμπεριέχει ένα γράμμα ή χίλιες λέξεις, στοιχειοθετεί την καθημερινή οπτική μας βρώση, αντανακλά τον πολιτισμό μας και φανερώνει το επίπεδο της μόρφωσης και της αστικής μας ευαισθησίας». Για τον γνωστό σχεδιαστή, από τις βασικότερες αιτίες της «βαρβαρότητας» που διαπιστώνει γύρω του είναι «η ελλιπής έως ανύπαρκτη εκπαίδευση στην τυπογραφία, ένα μάθημα υποβαθμισμένο στα ειδικά σχολεία ντιζάιν στον τόπο μας, και η χωρίς εφόδια κάθοδος των νέων επαγγελματιών στην αγορά εργασίας». Γι' άλλη μία φορά παιδεία είναι η λέξη-κλειδί. *
Σχόλια